ἑξέτης: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐξέτης, -ες (θηλ. ἐξέτις) (Α)<br /><b>1.</b> [[εξαετής]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί έξι [[χρόνια]] («ἀντὶ δὲ τεσσάρων μηνῶν ἑξέτη τὴν ἀρχὴν ἐποιήσατο», Λυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]])]. | |mltxt=ἐξέτης, -ες (θηλ. ἐξέτις) (Α)<br /><b>1.</b> [[εξαετής]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί έξι [[χρόνια]] («ἀντὶ δὲ τεσσάρων μηνῶν ἑξέτη τὴν ἀρχὴν ἐποιήσατο», Λυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑξέτης:''' -ες ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] έξι χρόνων, [[εξάχρονος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ες,
A six years old, ἵππον . . ἑξέτε' ἀδμήτην Il.23.266, cf. 655, Pi.N.3.49, Ar.Nu.862:—fem. ἑξέτις, μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Pl. Lg.794c. II lasting six years, ἀρχή Lys.30.2.
German (Pape)
[Seite 879] ες, sechsjährig; ἵππον ἑξέτεα Il. 23, 266, wo Spitzner über den Accent zu vergleichen; Pind. N. 3, 47; ἑξέτει σοι Ar. Nubb. 852; μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Plat. Legg. VII, 794 c; aber ibd. 793 e schreibt Bekker ἑξετεῖ. – Auch ἑξέτης, ου, ὁ?
Greek (Liddell-Scott)
ἑξέτης: -ες, ἓξ ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, ἵππον..., ἑξέτε᾿ ἀδμήτην Ἰλ. Ψ. 266, πρβλ. 655, Πίνδ. Ν. 3. 85, Ἀριστοφ. Νεφ. 862· ‒ ὡσαύτως θηλ. ἑξέτις, ιδος μετὰ τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν Πλάτ. Νόμοι 794C. ΙΙ. διαρκῶν ἓξ ἔτη, ἀρχὴ Λυσ. 183. 15.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 âgé de six ans;
2 qui dure six ans.
Étymologie: ἕξ, ἔτος.
English (Slater)
ἑξέτης
1 six year old σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν, ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον (sc. Ἀχιλλεύς) (N. 3.49)
Greek Monolingual
ἐξέτης, -ες (θηλ. ἐξέτις) (Α)
1. εξαετής
2. αυτός που διαρκεί έξι χρόνια («ἀντὶ δὲ τεσσάρων μηνῶν ἑξέτη τὴν ἀρχὴν ἐποιήσατο», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + -ετης (< έτος)].
Greek Monotonic
ἑξέτης: -ες (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία έξι χρόνων, εξάχρονος, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.