ἐπιδρομικός: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(13) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιδρομικός]], -ή, -όν (Α) [[επιδρομή]]<br />αυτός που γίνεται [[επιδρομάδην]], [[βιαστικός]], εσπευσμένος. | |mltxt=[[ἐπιδρομικός]], -ή, -όν (Α) [[επιδρομή]]<br />αυτός που γίνεται [[επιδρομάδην]], [[βιαστικός]], εσπευσμένος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιδρομικός:''' стремительный, поспешный Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A hasty, cursory, summary, S.E.M.5.3 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 939] ή, όν, eilig, schnell, Sext. Emp. adv. astrol. 3 im compar.
Greek Monolingual
ἐπιδρομικός, -ή, -όν (Α) επιδρομή
αυτός που γίνεται επιδρομάδην, βιαστικός, εσπευσμένος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδρομικός: стремительный, поспешный Sext.