ἐπίκωπος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἐπίκωπος]], -ον) [[κώπη]]<br />ο [[κωπηλάτης]] που ρυθμίζει την [[κωπηλασία]], ο [[τελευταίος]] [[προς]] την [[πρύμνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κωπηλάτης]]<br /><b>2.</b> (για [[σκάφος]]) ο εφοδιασμένος με [[κουπιά]]<br /><b>3.</b> (για [[ξίφος]] ή [[άλλο]] αιχμηρό [[αντικείμενο]]) αυτός που εκτείνεται ώς τη [[λαβή]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἐπίκωπος]]<br />γρήγορο [[πλοίο]].
|mltxt=ο (Α [[ἐπίκωπος]], -ον) [[κώπη]]<br />ο [[κωπηλάτης]] που ρυθμίζει την [[κωπηλασία]], ο [[τελευταίος]] [[προς]] την [[πρύμνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κωπηλάτης]]<br /><b>2.</b> (για [[σκάφος]]) ο εφοδιασμένος με [[κουπιά]]<br /><b>3.</b> (για [[ξίφος]] ή [[άλλο]] αιχμηρό [[αντικείμενο]]) αυτός που εκτείνεται ώς τη [[λαβή]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἐπίκωπος]]<br />γρήγορο [[πλοίο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίκωπος:''' -ον ([[κώπη]]), αυτός που βρίσκεται πέρα για πέρα, [[τελείως]] ή όσο παίρνει, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκωπος Medium diacritics: ἐπίκωπος Low diacritics: επίκωπος Capitals: ΕΠΙΚΩΠΟΣ
Transliteration A: epíkōpos Transliteration B: epikōpos Transliteration C: epikopos Beta Code: e)pi/kwpos

English (LSJ)

ον,

   A at the oar, rower, Men.Eph. ap. J.AJ9.14.2.    2. of a boat, furnished with oars, κέρκουρος Moschio ap.Ath. 5.208f, cf. D.H.3.44, D.S.3.40; phaselus epicopus, dispatch-boat, Cic. Att.14.16.1, cf. 5.11.4.    3. of a weapon, up to the hilt, through and through, Ar.Ach.231 (lyr.); cf. ἐπίκωμος.

German (Pape)

[Seite 955] am Ruder sitzend, rudernd, B. A. 254; Ar. Ach. 231, wo der Schol. aber auch ξιφήρης erkl., bis ans Heft, durch u. durch. – Mit Rudern versehen, κέρκουρος Ath. V, 208 f; νῆες D. Hal. 3, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκωπος: -ον, (κώπη) ὁ ἐπὶ τῆς κώπης, κωπηλάτης, Μένανδρ. παρ’ Ἰωσήπῳ ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 14, 2. 2) ὁ ἔχων κώπας. ἐφόλκια δ’ ἦσαν αὐτῇ (τῇ νηῒ) τὸ μέν πρῶτον κέρκουρος... πᾶς δ’ ἦν οὖτος ἐπίκωπος, μὲ κωπία, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208F. Διον. Ἁλ. 3. 44 ἐπίκωπος (ἐξυπ. ναῦς), ἡ, ταχὺ πλοῖον, πλοῖον ταχυδρομικόν, Κικ. Ἀττ. 5. 11, πρβλ. Γέλλ. 10. 25. 3) ἐπὶ ξίφους κυρίως, μέχρι τῆς κώπης, δηλ. μέχρι λαβῆς, ἀλλὰ καὶ περὶ ἄλλων αἰχμηρῶν πραγμάτων, πρὶν ἂν σχοῖνος αὐτοῖσιν ἀντεμπαγῶ ὀξύς, ὀδυνηρός, ἐπίκωπος Ἀριστοφ. Ἀχ. 231. - Πρβλ. ἐπίκωμος. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκωπα· ἐπίμεμπτα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfoncé jusqu’à la garde.
Étymologie: ἐπί, κώπη.

Greek Monolingual

ο (Α ἐπίκωπος, -ον) κώπη
ο κωπηλάτης που ρυθμίζει την κωπηλασία, ο τελευταίος προς την πρύμνη
αρχ.
1. κωπηλάτης
2. (για σκάφος) ο εφοδιασμένος με κουπιά
3. (για ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο) αυτός που εκτείνεται ώς τη λαβή
4. το θηλ. ως ουσ. ἐπίκωπος
γρήγορο πλοίο.

Greek Monotonic

ἐπίκωπος: -ον (κώπη), αυτός που βρίσκεται πέρα για πέρα, τελείως ή όσο παίρνει, σε Αριστοφ.