ἐρανάρχης: Difference between revisions
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(14) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρανάρχης]], ὁ (Α)<br />ο [[προϊστάμενος]] του εράνου, αυτός που έχει αναλάβει τη [[συγκέντρωση]] τών εισφορών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>άρχης</i>) <span style="color: red;"><</span> [[άρχω]])]. | |mltxt=[[ἐρανάρχης]], ὁ (Α)<br />ο [[προϊστάμενος]] του εράνου, αυτός που έχει αναλάβει τη [[συγκέντρωση]] τών εισφορών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>άρχης</i>) <span style="color: red;"><</span> [[άρχω]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρᾰνάρχης:''' ου ὁ распорядитель (организатор) товарищеского обеда (устраиваемого в складчину) Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A president of an ἔρανος, collector of contributions to it, BGU1133.5 (i B.C.), D.L.6.63, Artem.1.35 (pl.), Harp. s.v. πληρωτής: —hence ἐρᾰν-αρχέω, hold this office, IG11(4).1223 (Delos).
German (Pape)
[Seite 1016] ὁ, Vorsteher eines ἔρανος (w. m. s.), D. L. 6, 63; Artemid. 1, 18 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρᾰνάρχης: -ου, ὁ, ὁ πρόεδρος ἐράνου, ὁ συλλέγων τὰς συνεισφοράς, Διογ. Λαέρτ. 6. 63, Ἀρτεμιδ. 1. 17., 2. 36. - Καθ’ Ἀρποκρ. ἐν λέξει πληρωτής: «πληρωτὸς ἐκάλουν τοὺς ἀποδιδόντας τὸν ἔρανον τοῖς ἤτοι λαχούσιν ἢ ἐωνημένοις· εἶεν δ’ ἂν οὗτοι οἱ παρ’ ημῖν καλούμενοι ἐρανάρχαι».
Greek Monolingual
ἐρανάρχης, ὁ (Α)
ο προϊστάμενος του εράνου, αυτός που έχει αναλάβει τη συγκέντρωση τών εισφορών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρανος + -άρχης (< άρχης) < άρχω)].
Russian (Dvoretsky)
ἐρᾰνάρχης: ου ὁ распорядитель (организатор) товарищеского обеда (устраиваемого в складчину) Diog. L.