ἐρικύμων: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρικύμων]], -ον (Α)<br />αυτός που εγκυμονεί [[πολλά]] έμβρυα, πολύτοκος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κύμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κύμα]] «[[κύημα]]»].
|mltxt=[[ἐρικύμων]], -ον (Α)<br />αυτός που εγκυμονεί [[πολλά]] έμβρυα, πολύτοκος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>κύμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κύμα]] «[[κύημα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρικύμων:''' [ῡ], -ον ([[κύω]]) αυτός που κυοφορεί [[πολλά]] μικρά και γι' αυτό είναι [[μεγάλος]] σε [[μέγεθος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρικύμων Medium diacritics: ἐρικύμων Low diacritics: ερικύμων Capitals: ΕΡΙΚΥΜΩΝ
Transliteration A: erikýmōn Transliteration B: erikymōn Transliteration C: erikymon Beta Code: e)riku/mwn

English (LSJ)

[ῡ], ον, (κύω)

   A big with young, ἐ. φέρματι γένναν A.Ag.119 codd. recc. (ἐρικύματα cod. Med.).

German (Pape)

[Seite 1029] ον, sehr schwanger, d. i. sehr fruchtbar, Aesch. Ag. 118.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρικύμων: ῡ, ον, (κύω), σφόδρα ἐγκύμων, ἐρικύμονα φέρματα (φέρματι κῶδ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 119: ἀλλὰ τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. ἔχει ἐρικύματα, ὁπόθεν ὁ Seidl. διώρθωσεν ἐρικυμάδα.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
très fécond.
Étymologie: ἐρι-, κύω.

Greek Monolingual

ἐρικύμων, -ον (Α)
αυτός που εγκυμονεί πολλά έμβρυα, πολύτοκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -κύμων (< κύμα «κύημα»].

Greek Monotonic

ἐρικύμων: [ῡ], -ον (κύω) αυτός που κυοφορεί πολλά μικρά και γι' αυτό είναι μεγάλος σε μέγεθος, σε Αισχύλ.