έσω: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(14) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και [[εἴσω]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με ρήματα που δηλώνουν [[στάση]]) [[μέσα]] («η [[πόλις]] [[είναι]] κτισμένη έσω τών τειχών»)<br /><b>2.</b> (με ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]]) [[προς]] τα [[μέσα]] («[[δεσμώτης]] ἔσω θακεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με το [[άρθρο]] έχει [[θέση]] επιθ. ή ουσ.)<br />η εσωτερική όψη, το εσωτερικό ενός πράγματος (α. «τα έσω της πόλεως» β. «παρὰ τοὺς ἐσωτάτους τόπους τοῡ ναοῡ», Τζέτζ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τα έσω μου» — τα [[σωθικά]] μου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔσω μου»<br />i. [[μέσα]] μου, στο [[μυαλό]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>) («ἐσκόπησεν καλὰ ἔσω στὸν λογισμόν του», Χρον. Μορ.)<br />ii. στο [[σπίτι]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)<br />iii. στην [[πατρίδα]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)<br />β) «τὰ ἔσω» — τα ενδοοικογενειακά<br />γ) «[[δίνω]] έσσω» — [[μπαίνω]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) σε [[διάστημα]] («εἰς τὴν Ρώμην ἔσωσε ἔσω εἰς ἕναν μήναν», Χρον. Μορ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ες</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρ. κατάλ. -<i>ω</i>, | |mltxt=και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και [[εἴσω]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με ρήματα που δηλώνουν [[στάση]]) [[μέσα]] («η [[πόλις]] [[είναι]] κτισμένη έσω τών τειχών»)<br /><b>2.</b> (με ρήματα που δηλώνουν [[κίνηση]]) [[προς]] τα [[μέσα]] («[[δεσμώτης]] ἔσω θακεῑ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με το [[άρθρο]] έχει [[θέση]] επιθ. ή ουσ.)<br />η εσωτερική όψη, το εσωτερικό ενός πράγματος (α. «τα έσω της πόλεως» β. «παρὰ τοὺς ἐσωτάτους τόπους τοῡ ναοῡ», Τζέτζ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τα έσω μου» — τα [[σωθικά]] μου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔσω μου»<br />i. [[μέσα]] μου, στο [[μυαλό]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>) («ἐσκόπησεν καλὰ ἔσω στὸν λογισμόν του», Χρον. Μορ.)<br />ii. στο [[σπίτι]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)<br />iii. στην [[πατρίδα]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)<br />β) «τὰ ἔσω» — τα ενδοοικογενειακά<br />γ) «[[δίνω]] έσσω» — [[μπαίνω]]<br /><b>3.</b> (για χρόνο) σε [[διάστημα]] («εἰς τὴν Ρώμην ἔσωσε ἔσω εἰς ἕναν μήναν», Χρον. Μορ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ες</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρ. κατάλ. -<i>ω</i>, πρβλ. <i>άν</i>-<i>ω</i>, <i>έξ</i>-<i>ω</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 23 December 2018
Greek Monolingual
και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και εἴσω)
επίρρ.
1. (με ρήματα που δηλώνουν στάση) μέσα («η πόλις είναι κτισμένη έσω τών τειχών»)
2. (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσα («δεσμώτης ἔσω θακεῑ», Σοφ.)
3. (με το άρθρο έχει θέση επιθ. ή ουσ.)
η εσωτερική όψη, το εσωτερικό ενός πράγματος (α. «τα έσω της πόλεως» β. «παρὰ τοὺς ἐσωτάτους τόπους τοῡ ναοῡ», Τζέτζ.)
νεοελλ.
φρ. «τα έσω μου» — τα σωθικά μου
μσν.
1. ανάμεσα
2. φρ. α) «ἔσω μου»
i. μέσα μου, στο μυαλό μου (σου, του κ.λπ.) («ἐσκόπησεν καλὰ ἔσω στὸν λογισμόν του», Χρον. Μορ.)
ii. στο σπίτι μου (σου, του κ.λπ.)
iii. στην πατρίδα μου (σου, του κ.λπ.)
β) «τὰ ἔσω» — τα ενδοοικογενειακά
γ) «δίνω έσσω» — μπαίνω
3. (για χρόνο) σε διάστημα («εἰς τὴν Ρώμην ἔσωσε ἔσω εἰς ἕναν μήναν», Χρον. Μορ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ες + επιρρ. κατάλ. -ω, πρβλ. άν-ω, έξ-ω].