ετερόπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόπτωτος]], -ον)<br />ο [[ετερόκλιτος]], αυτός που παρουσιάζει [[ανωμαλία]] στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, του ύδατος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη [[λέξη]] στην οποία αναφέρεται («[[ετερόπτωτος]] [[προσδιορισμός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερόπτωτον</i><br />[[αλλαγή]] πτώσεως (ως [[σχήμα]] λόγου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμετά</i>-<i>πτωτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόπτωτος]], -ον)<br />ο [[ετερόκλιτος]], αυτός που παρουσιάζει [[ανωμαλία]] στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, του ύδατος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη [[λέξη]] στην οποία αναφέρεται («[[ετερόπτωτος]] [[προσδιορισμός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερόπτωτον</i><br />[[αλλαγή]] πτώσεως (ως [[σχήμα]] λόγου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), [[πρβλ]]. <i>αμετά</i>-<i>πτωτος</i>].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόπτωτος, -ον)
ο ετερόκλιτος, αυτός που παρουσιάζει ανωμαλία στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, του ύδατος»)
νεοελλ.
αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη λέξη στην οποία αναφέρεται («ετερόπτωτος προσδιορισμός»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόπτωτον
αλλαγή πτώσεως (ως σχήμα λόγου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πτωτος (< πίπτω), πρβλ. αμετά-πτωτος].