εὐδιάβατος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάβατος]], -ον)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να διαβεί εύκολα, ο [[ευκολοπέραστος]] («εὐδιάβατοι ποταμοί», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>δια</i>-[[βατός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δια</i>-[[βαίνω]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάβατος]], -ον)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να διαβεί εύκολα, ο [[ευκολοπέραστος]] («εὐδιάβατοι ποταμοί», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>δια</i>-[[βατός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δια</i>-[[βαίνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐδιάβᾰτος:''' -ον, [[ευκολοπέραστος]], ευκολοδιάβατος, [[ποταμός]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάβᾰτος Medium diacritics: εὐδιάβατος Low diacritics: ευδιάβατος Capitals: ΕΥΔΙΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: eudiábatos Transliteration B: eudiabatos Transliteration C: evdiavatos Beta Code: eu)dia/batos

English (LSJ)

ον,

   A easy to cross, ποταμός X.HG4.2.11, Colot. ap. Plu. 2.1117d, cf. Polyaen.2.2.1.

German (Pape)

[Seite 1061] leicht zu übergehen, zu passiren, ποταμός, Xen. Hell. 4, 2, 11 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάβᾰτος: -ον, «εὐκολοπέραστος», ποταμὸς Ξεν. Ἑλλ. 4. 2. 11, Πλούτ. 2. 1117D, Πολύαιν. 2. 1, κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à traverser.
Étymologie: εὖ, διαβαίνω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐδιάβατος, -ον)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαβεί εύκολα, ο ευκολοπέραστος («εὐδιάβατοι ποταμοί», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια-βατός (< δια-βαίνω)].

Greek Monotonic

εὐδιάβᾰτος: -ον, ευκολοπέραστος, ευκολοδιάβατος, ποταμός, σε Ξεν.