εὐδιάβατος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
εὐδιάβατον, easy to cross, ποταμός X.HG4.2.11, Colot. ap. Plu. 2.1117d, cf. Polyaen.2.2.1.
German (Pape)
[Seite 1061] leicht zu übergehen, zu passiren, ποταμός, Xen. Hell. 4, 2, 11 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à traverser.
Étymologie: εὖ, διαβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιάβᾰτος: легко переходимый, удобный для переправы (ποταμός Xen., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάβᾰτος: -ον, «εὐκολοπέραστος», ποταμὸς Ξεν. Ἑλλ. 4. 2. 11, Πλούτ. 2. 1117D, Πολύαιν. 2. 1, κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάβατος, -ον)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαβεί εύκολα, ο ευκολοπέραστος («εὐδιάβατοι ποταμοί», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια-βατός (< δια-βαίνω)].
Greek Monotonic
εὐδιάβᾰτος: -ον, ευκολοπέραστος, ευκολοδιάβατος, ποταμός, σε Ξεν.