εὐδιάβατος
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
εὐδιάβατον, easy to cross, ποταμός X.HG4.2.11, Colot. ap. Plu. 2.1117d, cf. Polyaen.2.2.1.
German (Pape)
[Seite 1061] leicht zu übergehen, zu passiren, ποταμός, Xen. Hell. 4, 2, 11 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à traverser.
Étymologie: εὖ, διαβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιάβᾰτος: легко переходимый, удобный для переправы (ποταμός Xen., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάβᾰτος: -ον, «εὐκολοπέραστος», ποταμὸς Ξεν. Ἑλλ. 4. 2. 11, Πλούτ. 2. 1117D, Πολύαιν. 2. 1, κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάβατος, -ον)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαβεί εύκολα, ο ευκολοπέραστος («εὐδιάβατοι ποταμοί», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια-βατός (< δια-βαίνω)].
Greek Monotonic
εὐδιάβᾰτος: -ον, ευκολοπέραστος, ευκολοδιάβατος, ποταμός, σε Ξεν.