εὔθηλος: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔθηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για θηλ.) αυτή που έχει ευτραφείς μαστούς («αἶγα εὔθηλον»)<br /><b>2.</b> (ως επίθ. του μαστού) [[ευτραφής]], [[μεγάλος]] («μαστὸν εὔθηλον θεᾱς», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θηλή]]. | |mltxt=[[εὔθηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για θηλ.) αυτή που έχει ευτραφείς μαστούς («αἶγα εὔθηλον»)<br /><b>2.</b> (ως επίθ. του μαστού) [[ευτραφής]], [[μεγάλος]] («μαστὸν εὔθηλον θεᾱς», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θηλή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔθηλος:''' -ον ([[θηλή]]), αυτός που έχει σφριγηλή [[θηλή]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (θηλή)
A with distended udder, E.IA579 (lyr.), Ba.737, AP9.224 (Crin.); εὐ. μαστὸς θεᾶς Lyc.1328.
German (Pape)
[Seite 1069] mit gutem, vollem Euter, πόρις Eur. Bacch. 737; I. A. 579; μαστὸς θεᾶς, der Göttinn volle Brust, Lyc. 1328.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθηλος: -ον, (θηλή) ἔχων θηλὴν σφριγῶσαν, εὔθηλον πόριν Εὐρ. Βάκχ. 737· εὔθηλοι δὲ τρέφοντο βόες Ι. Τ. 580· μαστὸν εὔθηλον θεᾶς Λυκόφρ. 1328.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux mamelles pleines de lait, p. ext. aux mamelles gonflées.
Étymologie: εὖ, θηλή.
Greek Monolingual
εὔθηλος, -ον (Α)
1. (για θηλ.) αυτή που έχει ευτραφείς μαστούς («αἶγα εὔθηλον»)
2. (ως επίθ. του μαστού) ευτραφής, μεγάλος («μαστὸν εὔθηλον θεᾱς», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηλή.