εὐπαρόρμητος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπαρόρμητος]], -ον (Α)<br />αυτός που οργίζεται, που ερεθίζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-[[ορμώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>παρ</i>-<i>όρμητος</i>)].
|mltxt=[[εὐπαρόρμητος]], -ον (Α)<br />αυτός που οργίζεται, που ερεθίζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-[[ορμώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>παρ</i>-<i>όρμητος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπαρόρμητος:''' -ον ([[παρορμάω]]), αυτός που εξάπτεται εύκολα, [[παρορμητικός]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαρόρμητος Medium diacritics: εὐπαρόρμητος Low diacritics: ευπαρόρμητος Capitals: ΕΥΠΑΡΟΡΜΗΤΟΣ
Transliteration A: euparórmētos Transliteration B: euparormētos Transliteration C: efparormitos Beta Code: eu)paro/rmhtos

English (LSJ)

ον,

   A easily excited, πρός τινας Arist. Rh.1379a17.

German (Pape)

[Seite 1087] leicht in Bewegung zu setzen, aufzuregen, Arist. rhet. 2, 2, = καὶ ὀργίλοι.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαρόρμητος: -ον, εὐκόλως παρορμώμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à exciter, à émouvoir.
Étymologie: εὖ, παρορμάω.

Greek Monolingual

εὐπαρόρμητος, -ον (Α)
αυτός που οργίζεται, που ερεθίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ-ορμώ (πρβλ. α-παρ-όρμητος)].

Greek Monotonic

εὐπαρόρμητος: -ον (παρορμάω), αυτός που εξάπτεται εύκολα, παρορμητικός, σε Αριστ.