ευπραξία: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐπραξία]], Α και ιων. τ. [[εὐπρηξίη]])<br />[[ευκινησία]], [[προσαρμογή]] τών κινήσεων στον επιδιωκόμενο σκοπό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ευπραξία]]<br /><b>2.</b> η καλή [[διαγωγή]], το να πράττει [[κάποιος]] [[ορθά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πραξία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράξις]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>πραξία</i>, <i>δυσ</i>-<i>πραξία</i>].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐπραξία]], Α και ιων. τ. [[εὐπρηξίη]])<br />[[ευκινησία]], [[προσαρμογή]] τών κινήσεων στον επιδιωκόμενο σκοπό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ευπραξία]]<br /><b>2.</b> η καλή [[διαγωγή]], το να πράττει [[κάποιος]] [[ορθά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πραξία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράξις]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>πραξία</i>, <i>δυσ</i>-<i>πραξία</i>].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐπραξία, Α και ιων. τ. εὐπρηξίη)
ευκινησία, προσαρμογή τών κινήσεων στον επιδιωκόμενο σκοπό
αρχ.
1. η ευπραξία
2. η καλή διαγωγή, το να πράττει κάποιος ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πραξία (< πράξις), πρβλ. α-πραξία, δυσ-πραξία].