ευτού: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(15)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(επίρρ. [[αντί]] [[αυτού]])<br />[[αυτού]], σ' αυτό το [[μέρος]], [[εκεί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυτού]], γεν. της αντωνυμίας <i>αυτός</i>, της οποίας η [[σημασία]] επιρρηματικοποιήθηκε (<b>[[πρβλ]].</b> [[άλλος]] &GT; [[αλλού]]<br /><i>πας</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;"><</span> [[παντού]])].
|mltxt=(επίρρ. [[αντί]] [[αυτού]])<br />[[αυτού]], σ' αυτό το [[μέρος]], [[εκεί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυτού]], γεν. της αντωνυμίας <i>αυτός</i>, της οποίας η [[σημασία]] επιρρηματικοποιήθηκε (<b>[[πρβλ]].</b> [[άλλος]] > [[αλλού]]<br /><i>πας</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;"><</span> [[παντού]])].
}}
}}

Revision as of 15:20, 15 January 2019

Greek Monolingual

(επίρρ. αντί αυτού)
αυτού, σ' αυτό το μέρος, εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτού, γεν. της αντωνυμίας αυτός, της οποίας η σημασία επιρρηματικοποιήθηκε (πρβλ. άλλος > αλλού
πας, παντός < παντού)].