ευώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
(15)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐώνυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (κατ' ευφ.) [[αριστερός]], [[ζερβός]] («το ευώνυμον [[κέρας]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξ ευωνύμων» — από αριστερά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ευώνυμος]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] κηλαστρώδη, [[οικογένεια]] κηλαστρίδες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁ ἐξ εὐωνύμων» <br />α) αυτός που βρίσκεται σε κατώτερη [[μοίρα]]<br />β) <b>εκκλ.</b> αυτός που λόγω αμαρτιών φέρει [[ευθύνη]], που [[πρέπει]] να τιμωρηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό όνομα, [[έντιμος]], [[περίφημος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εκφραστεί καλά<br /><b>3.</b> [[ευτυχής]]<br /><b>4.</b> αυτός που προοιωνίζεται καλά, ευτυχή πράγματα, ο [[ευοίωνος]]<br /><b>5.</b> (για οιωνούς) αυτός που έρχεται από αριστερά, ο [[κακός]] [[οιωνός]] (τους οιωνούς που έρχονταν από αριστερά τους θεωρούσαν κακούς, δυσμενείς)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[εὐώνυμος]]<br />το [[είδος]] Euonymus europeus, του γένους Ευώνυμος, που [[είναι]] γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ασπρόξυλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐώνυμα</i> (Μ)<br />από αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνομα</i>), ευφημιστικό σύνθετο. Το -<i>ω</i>- οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>ώνυμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐώνυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (κατ' ευφ.) [[αριστερός]], [[ζερβός]] («το ευώνυμον [[κέρας]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξ ευωνύμων» — από αριστερά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ευώνυμος]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] κηλαστρώδη, [[οικογένεια]] κηλαστρίδες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁ ἐξ εὐωνύμων» <br />α) αυτός που βρίσκεται σε κατώτερη [[μοίρα]]<br />β) <b>εκκλ.</b> αυτός που λόγω αμαρτιών φέρει [[ευθύνη]], που [[πρέπει]] να τιμωρηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό όνομα, [[έντιμος]], [[περίφημος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εκφραστεί καλά<br /><b>3.</b> [[ευτυχής]]<br /><b>4.</b> αυτός που προοιωνίζεται καλά, ευτυχή πράγματα, ο [[ευοίωνος]]<br /><b>5.</b> (για οιωνούς) αυτός που έρχεται από αριστερά, ο [[κακός]] [[οιωνός]] (τους οιωνούς που έρχονταν από αριστερά τους θεωρούσαν κακούς, δυσμενείς)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[εὐώνυμος]]<br />το [[είδος]] Euonymus europeus, του γένους Ευώνυμος, που [[είναι]] γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ασπρόξυλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐώνυμα</i> (Μ)<br />από αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνομα</i>), ευφημιστικό σύνθετο. Το -<i>ω</i>- οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>ώνυμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐώνυμος, -ον)
1. (κατ' ευφ.) αριστερός, ζερβός («το ευώνυμον κέρας»)
2. φρ. «εξ ευωνύμων» — από αριστερά
νεοελλ.
βοτ. το αρσ. ως ουσ. ο ευώνυμος
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη κηλαστρώδη, οικογένεια κηλαστρίδες
μσν.-αρχ.
φρ. «ὁ ἐξ εὐωνύμων»
α) αυτός που βρίσκεται σε κατώτερη μοίρα
β) εκκλ. αυτός που λόγω αμαρτιών φέρει ευθύνη, που πρέπει να τιμωρηθεί
αρχ.
1. αυτός που έχει καλό όνομα, έντιμος, περίφημος
2. αυτός που έχει εκφραστεί καλά
3. ευτυχής
4. αυτός που προοιωνίζεται καλά, ευτυχή πράγματα, ο ευοίωνος
5. (για οιωνούς) αυτός που έρχεται από αριστερά, ο κακός οιωνός (τους οιωνούς που έρχονταν από αριστερά τους θεωρούσαν κακούς, δυσμενείς)
6. το θηλ. ως ουσ. εὐώνυμος
το είδος Euonymus europeus, του γένους Ευώνυμος, που είναι γνωστό με την κοινή ονομασία ασπρόξυλο.
επίρρ...
εὐώνυμα (Μ)
από αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ώνυμος (< όνομα), ευφημιστικό σύνθετο. Το -ω- οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. αν-ώνυμος)].