εὐτροφία: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτροφία]]) [[εύτροφος]]<br /><b>1.</b> σωματική [[ευεξία]], [[παχυσαρκία]]<br /><b>2.</b> καλή [[τροφή]], καλή [[διατροφή]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐτροφία]]) [[εύτροφος]]<br /><b>1.</b> σωματική [[ευεξία]], [[παχυσαρκία]]<br /><b>2.</b> καλή [[τροφή]], καλή [[διατροφή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐτροφία:''' ἡ, [[καλή]] [[τροφή]], [[καλή]] [[ανατροφή]], [[κατάσταση]] ευημερίας, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A good nurture, thriving condition, τῶν σωμάτων, τῶν ψυχῶν, Pl.Prt.351a, 351b,cf. Arist.HA542a28, Thphr.HP5.2.2, Orph. Fr.49 vi 89: pl., Ph.2.1, Antyll. ap. Stob.4.37.16.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτροφία: ἡ, καλὴ τροφή, ἀνθηρὰ κατάστασις, εὐεξία, τῶν σωμάτων, τῶν ψυχῶν Πλάτ. Πρωτ. 531 Α, κἑξ., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 6, κ. ἀλλ.˙ ἴδε εὐτραφέω.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de bien nourrir, bonne nourriture;
2 état d’un être bien nourri, bonne constitution, force.
Étymologie: εὔτροφος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐτροφία) εύτροφος
1. σωματική ευεξία, παχυσαρκία
2. καλή τροφή, καλή διατροφή.
Greek Monotonic
εὐτροφία: ἡ, καλή τροφή, καλή ανατροφή, κατάσταση ευημερίας, σε Πλάτ.