εὐτροφία: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτροφία]]) [[εύτροφος]]<br /><b>1.</b> σωματική [[ευεξία]], [[παχυσαρκία]]<br /><b>2.</b> καλή [[τροφή]], καλή [[διατροφή]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτροφία]]) [[εύτροφος]]<br /><b>1.</b> σωματική [[ευεξία]], [[παχυσαρκία]]<br /><b>2.</b> καλή [[τροφή]], καλή [[διατροφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐτροφία:''' ἡ, [[καλή]] [[τροφή]], [[καλή]] [[ανατροφή]], [[κατάσταση]] ευημερίας, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτροφία Medium diacritics: εὐτροφία Low diacritics: ευτροφία Capitals: ΕΥΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: eutrophía Transliteration B: eutrophia Transliteration C: eftrofia Beta Code: eu)trofi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A good nurture, thriving condition, τῶν σωμάτων, τῶν ψυχῶν, Pl.Prt.351a, 351b,cf. Arist.HA542a28, Thphr.HP5.2.2, Orph. Fr.49 vi 89: pl., Ph.2.1, Antyll. ap. Stob.4.37.16.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτροφία: ἡ, καλὴ τροφή, ἀνθηρὰ κατάστασις, εὐεξία, τῶν σωμάτων, τῶν ψυχῶν Πλάτ. Πρωτ. 531 Α, κἑξ., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 6, κ. ἀλλ.˙ ἴδε εὐτραφέω.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de bien nourrir, bonne nourriture;
2 état d’un être bien nourri, bonne constitution, force.
Étymologie: εὔτροφος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐτροφία) εύτροφος
1. σωματική ευεξία, παχυσαρκία
2. καλή τροφή, καλή διατροφή.

Greek Monotonic

εὐτροφία: ἡ, καλή τροφή, καλή ανατροφή, κατάσταση ευημερίας, σε Πλάτ.