ζουμερός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] ζωμό, [[εύχυμος]] («ζουμερό [[λεμόνι]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που περιέχει [[ουσία]], [[καίριος]], [[ουσιαστικός]] («[[ζουμερά]] [[λόγια]]» — καίρια, σωστά [[λόγια]], με [[ουσία]])<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[επικερδής]], [[προσοδοφόρος]] («ζουμερή δουλειά»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ζουμερά]]<br /><b>1.</b> με χυμό<br /><b>2.</b> με [[ουσία]], ουσιαστικά, καίρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζουμί]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καρπ</i>-<i>ερός</i>, <i>τρυφ</i>-<i>ερός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] ζωμό, [[εύχυμος]] («ζουμερό [[λεμόνι]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που περιέχει [[ουσία]], [[καίριος]], [[ουσιαστικός]] («[[ζουμερά]] [[λόγια]]» — καίρια, σωστά [[λόγια]], με [[ουσία]])<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[επικερδής]], [[προσοδοφόρος]] («ζουμερή δουλειά»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ζουμερά]]<br /><b>1.</b> με χυμό<br /><b>2.</b> με [[ουσία]], ουσιαστικά, καίρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζουμί]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> ([[πρβλ]]. <i>καρπ</i>-<i>ερός</i>, <i>τρυφ</i>-<i>ερός</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. γεμάτος ζωμό, εύχυμος («ζουμερό λεμόνι»)
2. μτφ. αυτός που περιέχει ουσία, καίριος, ουσιαστικόςζουμερά λόγια» — καίρια, σωστά λόγια, με ουσία)
3. μτφ. επικερδής, προσοδοφόρος («ζουμερή δουλειά»).
επίρρ...
ζουμερά
1. με χυμό
2. με ουσία, ουσιαστικά, καίρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζουμί + κατάλ. -ερός (πρβλ. καρπ-ερός, τρυφ-ερός)].