ἡμιωβολιαῖος: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(16) |
(4) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡμιωβολιαῑος, -α, -ον (Α) [[ημιώβολο]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] μισού οβολού<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μέγεθος]] μισού οβολού. | |mltxt=ἡμιωβολιαῑος, -α, -ον (Α) [[ημιώβολο]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] μισού οβολού<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μέγεθος]] μισού οβολού. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡμιωβολιαῖος:''' -α, -ον, αυτός που έχει αξία μισού οβολού, σε Αριστοφ.· αυτός που έχει το [[μέγεθος]] του μισού οβολού, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1171] α, ον, einen halben Obolus werth, Ar. Ran. 554; so groß wie ein halber Obolus, Xen. Mem. 1, 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιωβολιαῖος: -α, -ον, ἔχων ἀξίαν ἡμίσεος ὀβολοῦ, Ἀριστοφ. Βατρ. 554· ἔχων τὸ μέγεθος ἡμίσεος ὀβολοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 12.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui vaut une demi-obole;
2 de la largeur d’une demi-obole.
Étymologie: ἡμιωβόλιον.
Greek Monolingual
ἡμιωβολιαῑος, -α, -ον (Α) ημιώβολο
1. αυτός που έχει αξία μισού οβολού
2. αυτός που έχει μέγεθος μισού οβολού.
Greek Monotonic
ἡμιωβολιαῖος: -α, -ον, αυτός που έχει αξία μισού οβολού, σε Αριστοφ.· αυτός που έχει το μέγεθος του μισού οβολού, σε Ξεν.