θεόγλωσσος: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεόγλωσσος]], -ον (Α)<br />(για ποιητή) αυτός που έχει θεϊκή [[γλώσσα]], που τα ποιήματά του έχουν [[θεία]] [[έμπνευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> ([[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>πολύ</i>-<i>γλωσσος</i>]. | |mltxt=[[θεόγλωσσος]], -ον (Α)<br />(για ποιητή) αυτός που έχει θεϊκή [[γλώσσα]], που τα ποιήματά του έχουν [[θεία]] [[έμπνευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> ([[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>πολύ</i>-<i>γλωσσος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θεόγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που μιλάει τη [[γλώσσα]] των θεών, σε Ανθ. Π. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with the tongue of a god, γυναῖκες, of poetesses, AP9.26 (Antip. Thess.).
Greek (Liddell-Scott)
θεόγλωσσος: -ον, ἔχων θείαν γλῶσσαν, περὶ ποιητριῶν, Ἀνθ. Π. 9. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la parole divine.
Étymologie: θεός, γλῶσσα.
Greek Monolingual
θεόγλωσσος, -ον (Α)
(για ποιητή) αυτός που έχει θεϊκή γλώσσα, που τα ποιήματά του έχουν θεία έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γλωσσος (γλώσσα), πρβλ. ά-γλωσσος, πολύ-γλωσσος].
Greek Monotonic
θεόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει τη γλώσσα των θεών, σε Ανθ. Π.