θερμόβουλος: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(17)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θερμόβουλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει θερμή [[ιδιοσυγκρασία]], ο [[θερμόαιμος]], ο [[ορμητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] <span style="color: red;"><</span> [[βούλομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δί</i>-<i>βουλος</i>, <i>επί</i>-<i>βουλος</i>, <i>σύμ</i>-<i>βουλος</i>].
|mltxt=[[θερμόβουλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει θερμή [[ιδιοσυγκρασία]], ο [[θερμόαιμος]], ο [[ορμητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] <span style="color: red;"><</span> [[βούλομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δί</i>-<i>βουλος</i>, <i>επί</i>-<i>βουλος</i>, <i>σύμ</i>-<i>βουλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θερμόβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), αυτός που έχει ορμητικό χαρακτήρα, [[βαμμένος]], μαλακωμένος, σε Ευρ. [[παρά]] Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμόβουλος Medium diacritics: θερμόβουλος Low diacritics: θερμόβουλος Capitals: ΘΕΡΜΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: thermóboulos Transliteration B: thermoboulos Transliteration C: thermovoulos Beta Code: qermo/boulos

English (LSJ)

ον,

   A hot-tempered, rash, σπλάγχνον E.Fr.858; parodied in Ar.Ach. 119; ἄνθρωπος Ael.NA8.17.

Greek (Liddell-Scott)

θερμόβουλος: -ον, ἔχων θερμὴν ἰδιοσυγκρασίαν, ὁρμητικός, Εὐρ. (Ἀποσπ. 852), παρῳδούμενον ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 119· ἀνὴρ Αἰλ. π. Ζ. 7. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux pensées ardentes.
Étymologie: θερμός, βουλή.

Greek Monolingual

θερμόβουλος, -ον (Α)
αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία, ο θερμόαιμος, ο ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. δί-βουλος, επί-βουλος, σύμ-βουλος].

Greek Monotonic

θερμόβουλος: -ον (βουλή), αυτός που έχει ορμητικό χαρακτήρα, βαμμένος, μαλακωμένος, σε Ευρ. παρά Αριστοφ.