θηκόδους: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τα δόντια χωμένα [[μέσα]] σε ιδιαίτερο [[κοίλωμα]] του σιαγονικού οστού, στο [[φατνίο]]<br /><b>2.</b> το [[δόντι]] που βρίσκεται [[μέσα]] στο [[φατνίο]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι θηκόδοντες</i><br />η [[οδοντοστοιχία]] που αποτελείται από τέτοια δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τα δόντια χωμένα [[μέσα]] σε ιδιαίτερο [[κοίλωμα]] του σιαγονικού οστού, στο [[φατνίο]]<br /><b>2.</b> το [[δόντι]] που βρίσκεται [[μέσα]] στο [[φατνίο]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι θηκόδοντες</i><br />η [[οδοντοστοιχία]] που αποτελείται από τέτοια δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>thecodont</i> <span style="color: red;"><</span> <i>theco</i>- ([[πρβλ]]. <i>θήκο</i>- <span style="color: red;"><</span> [[θήκη]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>odont</i> ([[πρβλ]]. [[οδούς]], <i>οδόντος</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που έχει τα δόντια χωμένα μέσα σε ιδιαίτερο κοίλωμα του σιαγονικού οστού, στο φατνίο
2. το δόντι που βρίσκεται μέσα στο φατνίο
3. στον πληθ. οι θηκόδοντες
η οδοντοστοιχία που αποτελείται από τέτοια δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thecodont < theco- (πρβλ. θήκο- < θήκη) + -odont (πρβλ. οδούς, οδόντος)].