θηκόδους

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που έχει τα δόντια χωμένα μέσα σε ιδιαίτερο κοίλωμα του σιαγονικού οστού, στο φατνίο
2. το δόντι που βρίσκεται μέσα στο φατνίο
3. στον πληθ. οι θηκόδοντες
η οδοντοστοιχία που αποτελείται από τέτοια δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thecodont < theco- (πρβλ. θήκο- < θήκη) + -odont (πρβλ. οδούς, οδόντος)].