θρασυμέμνων: Difference between revisions
(17) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θρασυμέμνων]], -ονος,ὁ (Α)<br />(ως επίθ. του Ηρακλέους και του Μελεάγρου) αυτός που έχει τολμηρό [[φρόνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θρασυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέμνων]] «[[σταθερός]], [[αποφασιστικός]]»]. | |mltxt=[[θρασυμέμνων]], -ονος,ὁ (Α)<br />(ως επίθ. του Ηρακλέους και του Μελεάγρου) αυτός που έχει τολμηρό [[φρόνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θρασυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέμνων]] «[[σταθερός]], [[αποφασιστικός]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρᾰσῠμέμνων:''' 2, gen. ονος смелый, отважный, неустрашимый ([[Ἡρακλῆς]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:53, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (θρασύς, Skt.
A mánma, OIr. menma 'spirit', cf. Ἀγαμέμνων) brave-spirited, epith. of Heracles, Il. 5.639, Od.11.267; of Meleager, B.5.69.
German (Pape)
[Seite 1216] ον (μένος, μέμονα), kühn gesinnt, dreist, Herakles, Il. 5, 639 Od. 11, 267, VLL. θρασὺς κατὰ τὸ μένος.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσυμέμνων: -ον, ὁ εὐτόλμως σταθερὸς (πρβλ. μέμνων), ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Ἰλ. Ε. 639. Ὀδ. Λ. 267, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
résolu, hardi, intrépide.
Étymologie: θρασύς, μέμνων.
English (Autenrieth)
ονος: bravely steadfast (if from μίμνω), epith. of Heracles, Il. 5.639 and Od. 11.267.
Greek Monolingual
θρασυμέμνων, -ονος,ὁ (Α)
(ως επίθ. του Ηρακλέους και του Μελεάγρου) αυτός που έχει τολμηρό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + μέμνων «σταθερός, αποφασιστικός»].
Russian (Dvoretsky)
θρᾰσῠμέμνων: 2, gen. ονος смелый, отважный, неустрашимый (Ἡρακλῆς Hom.).