θησαυρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[θησαυρισμός]]) [[θησαυρίζω]]<br />το να θησαυρίζει, να αποταμιεύει, να φυλάει [[κανείς]] [[κάτι]], [[θησαύριση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διατήρηση]], [[συγκράτηση]] («θησαυρισμὸς ὀσμῶν», Θεόφρ.).
|mltxt=ο (Α [[θησαυρισμός]]) [[θησαυρίζω]]<br />το να θησαυρίζει, να αποταμιεύει, να φυλάει [[κανείς]] [[κάτι]], [[θησαύριση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διατήρηση]], [[συγκράτηση]] («θησαυρισμὸς ὀσμῶν», Θεόφρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θησαυρισμός:''' ὁ, [[θησαύρισμα]], [[αποταμίευση]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 18:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θησαυρισμός Medium diacritics: θησαυρισμός Low diacritics: θησαυρισμός Capitals: ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: thēsaurismós Transliteration B: thēsaurismos Transliteration C: thisavrismos Beta Code: qhsaurismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A laying up in store, χρημάτων Arist.Pol.1256b28, cf. Phld.Oec.p.71 J.; preservation, keeping, ὀσμῶν Thphr.Od.14, cf. HP8.11.1; θ. φαντασιῶν, definition of memory, Zeno Stoic.1.19.

German (Pape)

[Seite 1211] ὁ, das Einsammeln u. Aufbewahren; χρημάτων Arist. pol. 1, 8; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

θησαυρισμός: ὁ, τὸ θησαυρίζειν, ἀποταμιεύειν, φυλάττειν τι, χρημάτων Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 13· ὀσμῶν Θεόφρ. π. Ὀσμ. 14.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de mettre en réserve, d’amasser.
Étymologie: θησαυρίζω.

Greek Monolingual

ο (Α θησαυρισμός) θησαυρίζω
το να θησαυρίζει, να αποταμιεύει, να φυλάει κανείς κάτι, θησαύριση
αρχ.
διατήρηση, συγκράτηση («θησαυρισμὸς ὀσμῶν», Θεόφρ.).

Greek Monotonic

θησαυρισμός: ὁ, θησαύρισμα, αποταμίευση, σε Αριστ.