θυία: Difference between revisions
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ (Α [[θυία]]) [[θύον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας τών κωνοφόρων, κν. [[τούγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ευώδες [[δένδρο]] της Αφρικής<br /><b>2.</b> το [[θύον]].———————— <b>(II)</b><br />θυῑα, τὰ (Α) [<i>θύω</i> (ΙΙ)]<br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν του Διονύσου στην Ήλιδα. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ (Α [[θυία]]) [[θύον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας τών κωνοφόρων, κν. [[τούγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ευώδες [[δένδρο]] της Αφρικής<br /><b>2.</b> το [[θύον]].———————— <b>(II)</b><br />θυῑα, τὰ (Α) [<i>θύω</i> (ΙΙ)]<br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν του Διονύσου στην Ήλιδα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θυία:''' ή καλύτερα [[θύεια]], ἡ, Αφρικανικό δέντρο με ευώδες [[ξύλο]], είδος κέδρου ή juniper, σε Θεόφρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A odorous cedar, Juniperus foetidissima, Thphr.HP1.9.3, 4.1.3; or θύεια, ib.3.4.2,6. II = θύον 1 (q. v.), Dsc.1.26. III v. θυεία.
Greek (Liddell-Scott)
θυία: ἢ βέλτιον θύα, ἡ, δένδρον τι τῆς Ἀφρικῆς εὐῶδες, ἐξ οὗ κατεσκεύαζον πολυτελῆ ἔπιπλα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 7, Πλίν. Η. Ν. 13. 30 (ἐν οἷς χωρίοις καλεῖται καὶ θύον, ὃ ἴδε), Διόδ. 5. 46. Τὸ ξύλον ὅλως ἀσαπές, Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.∙ καὶ ἦτο ποικίλον, Στράβ. 202, Πλίν. ἔνθ’ ἀνωτ.∙ ἀλλ’ εἶχεν ἐνίοτε κηλῖδας, Διοσκ. 1. 25∙ ξύλον θύϊον, ἀναφέρεται ὡς βαρύτιμον, Ἀποκάλ. ιη΄, 12. Ἦτο πιθανῶς εἶδός τι ἀρκεύθου ἢ arbor vitae. Οἱ Λατῖνοι μετέφραζον αὐτὸ διὰ τοῦ citrus, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ συγχέωμεν αὐτὸ πρὸς τὴν κιτρέαν, ἴδε Πλίν. Η. Ν. 13. 6. 2) εἶδος δένδρου φυομένου ἐπὶ τῶν Ἑλληνικῶν ὀρέων, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3., 4. 1, 2, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 thuia (lat. citrus);
2 arbre toujours vert des montagnes de Grèce, pê le savinier.
Étymologie: R. Θυ, exhaler un souffle, une odeur ; cf. θυμός, θύμος.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
ἡ (Α θυία) θύον
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας τών κωνοφόρων, κν. τούγια
αρχ.
1. ευώδες δένδρο της Αφρικής
2. το θύον.———————— (II)
θυῑα, τὰ (Α) [θύω (ΙΙ)]
γιορτή προς τιμήν του Διονύσου στην Ήλιδα.
Greek Monotonic
θυία: ή καλύτερα θύεια, ἡ, Αφρικανικό δέντρο με ευώδες ξύλο, είδος κέδρου ή juniper, σε Θεόφρ.