θυστήριος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(17) |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυστήριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[θυστήριος]]<br />[[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[θυστήριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[θυστήριος]]<br />[[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[θυστήριον]]<br />«όρμητήριον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο [[είτε]] του <i>θύω</i> (I) [[είτε]] του <i>θύω</i> (ΙΙ) και αποτελεί [[ένδειξη]] της πιθ. αρχικής ταύτισης τών δύο ρημάτων]. | ||
}} | }} |