θυμιώ: Difference between revisions
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=θυμιῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[καίω]] [[έτσι]] ώστε να [[παράγω]] καπνό («θυμιῶ τὴν στύρακα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θυμιάζω]], [[καίω]] [[θυμίαμα]]<br /><b>3.</b> [[καπνίζω]] [[κάτι]] για [[απολύμανση]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[βγάζω]] καπνό, [[καπνίζω]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>θυμιῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />α) καίομαι<br />β) μεταβάλλομαι σε καπνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμ</i>-<i>ιώ</i> <span style="color: red;"><</span> παρεκτεταμένο ερρινόληκτο θ. <i>θυμ</i>- του <i>θύω</i> (I). Κατ' άλλους πρόκειται για μετονοματικό παρ. σε -<i>ιάω</i> ( | |mltxt=θυμιῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[καίω]] [[έτσι]] ώστε να [[παράγω]] καπνό («θυμιῶ τὴν στύρακα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θυμιάζω]], [[καίω]] [[θυμίαμα]]<br /><b>3.</b> [[καπνίζω]] [[κάτι]] για [[απολύμανση]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[βγάζω]] καπνό, [[καπνίζω]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>θυμιῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />α) καίομαι<br />β) μεταβάλλομαι σε καπνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμ</i>-<i>ιώ</i> <span style="color: red;"><</span> παρεκτεταμένο ερρινόληκτο θ. <i>θυμ</i>- του <i>θύω</i> (I). Κατ' άλλους πρόκειται για μετονοματικό παρ. σε -<i>ιάω</i> ([[πρβλ]]. <i>κον</i>-<i>ιάω</i>) από ουσ. [[θυμός]] «[[καπνός]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>fumus</i>) το οποίο εξελίχθηκε σημασιολογικά σε «[[ψυχή]], [[πνοή]], [[θυμός]]» και μαρτυρείται μόνο με αυτές τις σημασίες (<b>βλ. λ.</b> [[θυμός]]). <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b>: [[θυμίαμα]], [[θυμίαση]](-<i>ις</i>), [[θυμιατός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυμιατρίς]], [[θυμίατρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναθυμιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αποθυμιώ</i>, [[εκθυμιώ]], [[επιθυμιώ]], [[παραθυμιώ]], [[περιθυμιώ]], [[υποθυμιώ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
θυμιῶ, -άω (Α)
1. καίω έτσι ώστε να παράγω καπνό («θυμιῶ τὴν στύρακα», Ηρόδ.)
2. θυμιάζω, καίω θυμίαμα
3. καπνίζω κάτι για απολύμανση
4. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω
5. παθ. θυμιῶμαι, -άομαι
α) καίομαι
β) μεταβάλλομαι σε καπνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμ-ιώ < παρεκτεταμένο ερρινόληκτο θ. θυμ- του θύω (I). Κατ' άλλους πρόκειται για μετονοματικό παρ. σε -ιάω (πρβλ. κον-ιάω) από ουσ. θυμός «καπνός» (πρβλ. λατ. fumus) το οποίο εξελίχθηκε σημασιολογικά σε «ψυχή, πνοή, θυμός» και μαρτυρείται μόνο με αυτές τις σημασίες (βλ. λ. θυμός). ΠΑΡ.: θυμίαμα, θυμίαση(-ις), θυμιατός
αρχ.
θυμιατρίς, θυμίατρον.
ΣΥΝΘ. αναθυμιώ
αρχ.
αποθυμιώ, εκθυμιώ, επιθυμιώ, παραθυμιώ, περιθυμιώ, υποθυμιώ].