ἱππαστής: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππαστής]], ὁ (Α) [[ιππάζομαι]]<br /><b>1.</b> (για ίππο) [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]], [[άλογο]] για [[ιππασία]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ιππευτής]], [[ιππέας]], [[έφιππος]].
|mltxt=[[ἱππαστής]], ὁ (Α) [[ιππάζομαι]]<br /><b>1.</b> (για ίππο) [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]], [[άλογο]] για [[ιππασία]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ιππευτής]], [[ιππέας]], [[έφιππος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱππαστής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> = [[ἱππευτής]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]], λέγεται για άλογα, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππαστής Medium diacritics: ἱππαστής Low diacritics: ιππαστής Capitals: ΙΠΠΑΣΤΗΣ
Transliteration A: hippastḗs Transliteration B: hippastēs Transliteration C: ippastis Beta Code: i(ppasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,= ἱππευτής, Luc.Am.46.    II as Adj., fit for riding, of a horse, X.Eq.10.17.

German (Pape)

[Seite 1258] ὁ, dasselbe; auch vom Pferde, zugeritten, Xen. de re equ. 10, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαστής: -οῦ, ὁ, = ἱππευτής, Λουκ. Ἔρωτ. 46. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., κατάλληλος πρὸς ἱππασίαν, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 17.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 cavalier;
2 ardent à la course, généreux en parl. d’un cheval.
Étymologie: ἱππάζομαι.

Greek Monolingual

ἱππαστής, ὁ (Α) ιππάζομαι
1. (για ίππο) κατάλληλος για ιππασία, άλογο για ιππασία
2. (για πρόσ.) ιππευτής, ιππέας, έφιππος.

Greek Monotonic

ἱππαστής: -οῦ, ὁ,
I. = ἱππευτής, σε Λουκ.
II. ως επίθ., κατάλληλος για ιππασία, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.