ἰσοδαίμων: Difference between revisions

From LSJ

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσοδαίμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ίσος]], όμοιος με τον θεό, [[ισόθεος]] («[[ἰσοδαίμων]] [[βασιλεύς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ίσος]] με άλλον [[κατά]] την [[ευδαιμονία]] ή [[κατά]] την [[τύχη]] («[[ἰσοδαίμων]] βασιλεῡσι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]].
|mltxt=[[ἰσοδαίμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ίσος]], όμοιος με τον θεό, [[ισόθεος]] («[[ἰσοδαίμων]] [[βασιλεύς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ίσος]] με άλλον [[κατά]] την [[ευδαιμονία]] ή [[κατά]] την [[τύχη]] («[[ἰσοδαίμων]] βασιλεῡσι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰσοδαίμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[ισόθεος]], [[ίσος]], όμοιος με θεό, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοδαίμων Medium diacritics: ἰσοδαίμων Low diacritics: ισοδαίμων Capitals: ΙΣΟΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: isodaímōn Transliteration B: isodaimōn Transliteration C: isodaimon Beta Code: i)sodai/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A godlike, A.Pers.634 (lyr.), Ariphron 1.4, Hierocl.in CA4p.425M.    II equal in fortune or happiness, ἰ. βασιλεῦσι Pi.N.4.84.

German (Pape)

[Seite 1264] ονος, einem Gotte gleich; βασιλεύς Aesch. Pers. 625; Scol. bei Ath. XV, 702 a; βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα [ι] Pind. N. 4, 48, den Königen gleich an Geschick.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοδαίμων: -ον, γεν. ονος, ἰσόθεος, ὅμοιος τῷ θεῷ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 633. ΙΙ. ἴσος τινὶ κατὰ τὴν εὐδαιμονίαν, ἰσ. βασιλεῦσι Πινδ. Ν. 4. 136.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
semblable ou égal à un dieu.
Étymologie: ἴσος, δαίμων.

English (Slater)

ῑσοδαίμων
   1 equal in fortune to c. dat. ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα (N. 4.84)

Greek Monolingual

ἰσοδαίμων, -ον (Α)
1. ίσος, όμοιος με τον θεό, ισόθεοςἰσοδαίμων βασιλεύς», Αισχύλ.)
2. ίσος με άλλον κατά την ευδαιμονία ή κατά την τύχηἰσοδαίμων βασιλεῡσι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + δαίμων.

Greek Monotonic

ἰσοδαίμων: -ον, γεν. -ονος, ισόθεος, ίσος, όμοιος με θεό, σε Αισχύλ.