ἰσοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη «βόες ἥλικες... ἰσοφόροι», <b>Ομ.</b>Οδ)..<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δρεπανη]]-[[φόρος]], <i>καρπο</i>-[[φόρος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο συνθ. ενεργ. [[σημασία]]].
|mltxt=[[ἰσοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη «βόες ἥλικες... ἰσοφόροι», <b>Ομ.</b>Οδ)..<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δρεπανη]]-[[φόρος]], <i>καρπο</i>-[[φόρος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο συνθ. ενεργ. [[σημασία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰσοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη, [[ισοδύναμος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοφόρος Medium diacritics: ἰσοφόρος Low diacritics: ισοφόρος Capitals: ΙΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: isophóros Transliteration B: isophoros Transliteration C: isoforos Beta Code: i)sofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing or drawing equal weights, equal in strength, βόες . . ἥλικες, ἰσοφόροι Od.18.373; τὰ σκέλη τοῖς ὤμοις -φόρα ἔχειν X.Smp.2.20.    II proparox., moving regularly, Poll.4.97.

German (Pape)

[Seite 1268] gleichtragend, gleich stark; βόες, die gleich ziehen, Od. 18, 373; – οἶνος, starker Wein, der eben so viel beigemischtes Wasser erträgt; – ἰσόφορος, sich gleichmäßig bewegend, ὀρχηστής Poll. 4, 97.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοφόρος: -ον, φέρων ἢ ἕλκων ἴσα βάρη, ἴσος κατὰ τὴν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, βόες… ἥλικες, ἰσοφόροι Ὀδ. Σ. 373. ΙΙ. προπαροξ., ἰσοφόρος, ἐπὶ ὀρχηστοῦ, ὁ κινούμενος κανονικῶς, ὁμαλῶς, Πολυδ. Δ΄, 97.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une charge égale à sa force, càd fort, robuste.
Étymologie: ἴσος, φέρω.

Greek Monolingual

ἰσόφορος, -ον (Α)
(για ορχηστή) αυτός που κινείται με κανονικό ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. θεό-φορος φαρετρή-φορος].

Greek Monolingual

ἰσοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη «βόες ἥλικες... ἰσοφόροι», Ομ.Οδ)..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δρεπανη-φόρος, καρπο-φόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργ. σημασία].

Greek Monotonic

ἰσοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη, ισοδύναμος, σε Ομήρ. Οδ.