καθηλώνω: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
(18)
 
m (Text replacement - "κλῑμαξ" to "κλῖμαξ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM καθηλῶ, -όω, Α και κατηλῶ)<br /><b>1.</b> [[στερεώνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] με καρφιά, [[καρφώνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[άλλο]] («κλῑμαξ σανίσι καθηλωμένη», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κρατώ]] κάποιον ή [[κάτι]] ακίνητο στη [[θέση]] του ή σε μία [[κατεύθυνση]] (α. «ο [[στρατός]] καθήλωσε τον αντίπαλο στις θέσεις του» β. «από τη [[συγκίνηση]] έμεινε καθηλωμένος [[πάνω]] στο [[βήμα]]» γ. «[[καθηλώνω]] το [[βλέμμα]] μου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καθηλώνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>καθηλῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡλῶ</i> «[[καρφώνω]]» <span style="color: red;"><</span> [[ἧλος]] «[[καρφί]]»].
|mltxt=(AM καθηλῶ, -όω, Α και κατηλῶ)<br /><b>1.</b> [[στερεώνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] με καρφιά, [[καρφώνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[άλλο]] («[[κλῖμαξ]] σανίσι καθηλωμένη», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κρατώ]] κάποιον ή [[κάτι]] ακίνητο στη [[θέση]] του ή σε μία [[κατεύθυνση]] (α. «ο [[στρατός]] καθήλωσε τον αντίπαλο στις θέσεις του» β. «από τη [[συγκίνηση]] έμεινε καθηλωμένος [[πάνω]] στο [[βήμα]]» γ. «[[καθηλώνω]] το [[βλέμμα]] μου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καθηλώνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>καθηλῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡλῶ</i> «[[καρφώνω]]» <span style="color: red;"><</span> [[ἧλος]] «[[καρφί]]»].
}}
}}

Latest revision as of 17:12, 20 April 2021

Greek Monolingual

(AM καθηλῶ, -όω, Α και κατηλῶ)
1. στερεώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με καρφιά, καρφώνω κάτι πάνω σε άλλοκλῖμαξ σανίσι καθηλωμένη», Πλούτ.)
2. μτφ. κρατώ κάποιον ή κάτι ακίνητο στη θέση του ή σε μία κατεύθυνση (α. «ο στρατός καθήλωσε τον αντίπαλο στις θέσεις του» β. «από τη συγκίνηση έμεινε καθηλωμένος πάνω στο βήμα» γ. «καθηλώνω το βλέμμα μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθηλώνω < καθηλῶ (< κατ(α)- + ἡλῶ «καρφώνω» < ἧλος «καρφί»].