καινοπήμων: Difference between revisions

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινοπήμων]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έπαθε [[κάτι]] νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πῆμα]], «[[δυστυχία]], [[συμφορά]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αδικο</i>-[[πήμων]], <i>βαρυ</i>-[[πήμων]].
|mltxt=[[καινοπήμων]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έπαθε [[κάτι]] νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πῆμα]], «[[δυστυχία]], [[συμφορά]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αδικο</i>-[[πήμων]], <i>βαρυ</i>-[[πήμων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καινοπήμων:''' -ον ([[πῆμα]]), [[καινούριος]] στα βάσανα, [[νέος]] στη [[δυστυχία]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοπήμων Medium diacritics: καινοπήμων Low diacritics: καινοπήμων Capitals: ΚΑΙΝΟΠΗΜΩΝ
Transliteration A: kainopḗmōn Transliteration B: kainopēmōn Transliteration C: kainopimon Beta Code: kainoph/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A new to misery, δμωἴδες ib. 363 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1294] δμωΐδες, Neues, neuerdings duldend, Aesch. Spt. 345.

Greek (Liddell-Scott)

καινοπήμων: -ον, ὁ ἄρτι δυστυχήσας, δμωίδες δὲ καινοπήμονες, «αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 363.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui éprouve une douleur nouvelle, inconnue.
Étymologie: καινός, πῆμα.

Greek Monolingual

καινοπήμων, ό, ἡ (Α)
αυτός που έπαθε κάτι νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πήμων (< πῆμα, «δυστυχία, συμφορά»), πρβλ. αδικο-πήμων, βαρυ-πήμων.

Greek Monotonic

καινοπήμων: -ον (πῆμα), καινούριος στα βάσανα, νέος στη δυστυχία, σε Αισχύλ.