φιλοσοφικός: Difference between revisions
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
(12) |
(45) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=filosofiko/s | |Beta Code=filosofiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">concerned with</b> φιλοσοφία, λόγοι <span class="bibl">Artem.5.83</span>.</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">concerned with</b> φιλοσοφία, λόγοι <span class="bibl">Artem.5.83</span>.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[φιλοσοφικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φιλόσοφος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[φιλοσοφία]] (α. «φιλοσοφική [[θεωρία]]» β. «[[φιλοσοφικός]] [[στοχασμός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσιδιάζει σε φιλόσοφο («φιλοσοφική [[απάθεια]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φιλοσοφική [[ανθρωπολογία]]» — η [[συστηματική]] [[μελέτη]] του ανθρώπου ως φυσικού και ηθικού όντος<br />β) «φιλοσοφικό [[σύστημα]]» — <b>βλ.</b> [[σύστημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοσοφικώς]] / [[φιλοσοφικῶς]], ΝΜΑ, και <i>φιλοσοφικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο φιλοσοφικό. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A concerned with φιλοσοφία, λόγοι Artem.5.83.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φιλοσοφικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φιλόσοφος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοσοφία (α. «φιλοσοφική θεωρία» β. «φιλοσοφικός στοχασμός»)
νεοελλ.
1. αυτός που προσιδιάζει σε φιλόσοφο («φιλοσοφική απάθεια»)
2. φρ. α) «φιλοσοφική ανθρωπολογία» — η συστηματική μελέτη του ανθρώπου ως φυσικού και ηθικού όντος
β) «φιλοσοφικό σύστημα» — βλ. σύστημα.
επίρρ...
φιλοσοφικώς / φιλοσοφικῶς, ΝΜΑ, και φιλοσοφικά Ν
κατά τρόπο φιλοσοφικό.