κακόχολος: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που θυμώνει εύκολα, [[ευέξαπτος]], [[οργίλος]], [[αψίθυμος]], [[αράθυμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιμένει στην [[οργή]] και την εχθρότητά του, [[μνησίκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χολή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πικρό</i>-<i>χολος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που θυμώνει εύκολα, [[ευέξαπτος]], [[οργίλος]], [[αψίθυμος]], [[αράθυμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιμένει στην [[οργή]] και την εχθρότητά του, [[μνησίκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χολή]]), [[πρβλ]]. <i>πικρό</i>-<i>χολος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που θυμώνει εύκολα, ευέξαπτος, οργίλος, αψίθυμος, αράθυμος
2. αυτός που επιμένει στην οργή και την εχθρότητά του, μνησίκακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χολος (< χολή), πρβλ. πικρό-χολος].