κακόχαρτος: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακόχαρτος]], -ον (Α)<br />αυτός που χαίρεται για τις ξένες συμφορές, [[χαιρέκακος]] («Ἔρις [[κακόχαρτος]]», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαρτός]] «αυτός που χαροποιεί» (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]])]. | |mltxt=[[κακόχαρτος]], -ον (Α)<br />αυτός που χαίρεται για τις ξένες συμφορές, [[χαιρέκακος]] («Ἔρις [[κακόχαρτος]]», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαρτός]] «αυτός που χαροποιεί» (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰκόχαρτος:''' -ον ([[χαίρω]]), αυτός που χαίρεται για τα [[ξένα]] βάσανα, [[χαιρέκακος]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A rejoicing in evil, Ἔρις, ζῆλος, Hes.Op.28, 196, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1305] der sich über Anderer Unglück freu't, schadenfroh, Hes. O. 28. 193. Nach Andern auch = worüber sich Böse freuen.
Greek (Liddell-Scott)
κακόχαρτος: -ον, χαιρέκακος, χαίρων ἐπὶ τοῖς ἀλλοτρίοις κακοῖς, Ἔρις κακόχαρτος, «ἡ χαίρουσα ἐν τοῖς κακοῖς, ἢ ἐν ᾗ χαίρουσιν οἱ κακοὶ» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 28. 194.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se réjouit du malheur d’autrui.
Étymologie: κακός, χαίρω.
Greek Monolingual
κακόχαρτος, -ον (Α)
αυτός που χαίρεται για τις ξένες συμφορές, χαιρέκακος («Ἔρις κακόχαρτος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + χαρτός «αυτός που χαροποιεί» (< χαίρω)].
Greek Monotonic
κᾰκόχαρτος: -ον (χαίρω), αυτός που χαίρεται για τα ξένα βάσανα, χαιρέκακος, σε Ησίοδ.