κάλλιος: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Μ [[κάλλιος]], -α, -ον)<br /><b>1.</b> [[καλύτερος]], [[ανώτερος]], [[προτιμότερος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και και πληθ. ως επίρρ.) [[κάλλιο]] και [[κάλλια]] και [[καλλιά]]<br />καλύτερα, προτιμότερα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[κάλλιο]] έχω» — [[προτιμώ]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κάλλιο]] [[πέντε]] και στο [[χέρι]] [[παρά]] [[δέκα]] και [[καρτέρι]]» — τα [[λίγα]] και ασφαλή [[είναι]] προτιμότερα από τα [[πολλά]] και αβέβαια<br />β) «[[κάλλιο]] [[αργά]] [[παρά]] [[ποτέ]]»<br />i) [[έκφραση]] ικανοποιήσεως για [[κάτι]] που άργησε να επιτευχθεί [[αλλά]] τελικά κατορθώθηκε<br />ii) [[ευχή]] για να γίνει [[κάτι]] [[έστω]] και [[αργά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ωραιότερος<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) | |mltxt=-α, -ο (Μ [[κάλλιος]], -α, -ον)<br /><b>1.</b> [[καλύτερος]], [[ανώτερος]], [[προτιμότερος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και και πληθ. ως επίρρ.) [[κάλλιο]] και [[κάλλια]] και [[καλλιά]]<br />καλύτερα, προτιμότερα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[κάλλιο]] έχω» — [[προτιμώ]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κάλλιο]] [[πέντε]] και στο [[χέρι]] [[παρά]] [[δέκα]] και [[καρτέρι]]» — τα [[λίγα]] και ασφαλή [[είναι]] προτιμότερα από τα [[πολλά]] και αβέβαια<br />β) «[[κάλλιο]] [[αργά]] [[παρά]] [[ποτέ]]»<br />i) [[έκφραση]] ικανοποιήσεως για [[κάτι]] που άργησε να επιτευχθεί [[αλλά]] τελικά κατορθώθηκε<br />ii) [[ευχή]] για να γίνει [[κάτι]] [[έστω]] και [[αργά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ωραιότερος<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ [[κάλλια]]<br />οι καλές συνήθειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[κάλλιον]] (Ι) του συγκριτικού βαθμού [[καλλίων]] του [[καλός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
-α, -ο (Μ κάλλιος, -α, -ον)
1. καλύτερος, ανώτερος, προτιμότερος
2. (το ουδ. εν. και και πληθ. ως επίρρ.) κάλλιο και κάλλια και καλλιά
καλύτερα, προτιμότερα
νεοελλ.
1. φρ. «κάλλιο έχω» — προτιμώ
2. παροιμ. α) «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι» — τα λίγα και ασφαλή είναι προτιμότερα από τα πολλά και αβέβαια
β) «κάλλιο αργά παρά ποτέ»
i) έκφραση ικανοποιήσεως για κάτι που άργησε να επιτευχθεί αλλά τελικά κατορθώθηκε
ii) ευχή για να γίνει κάτι έστω και αργά
μσν.
1. ωραιότερος
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κάλλια
οι καλές συνήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. κάλλιον (Ι) του συγκριτικού βαθμού καλλίων του καλός.