κανθύλη: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(19) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κανθύλη]], ἡ (Α)<br />[[εξόγκωμα]], [[οίδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. άνω γερμ. <i>gund</i> «[[έλκος]]» και το γοτθ. <i>gunds</i> «[[έλκος]]». Στην [[περίπτωση]] αυτή όμως το αρχικό θ. θα [[πρέπει]] να ήταν [[είτε]] αρχικό <i>κονθ</i>-, [[είτε]] μεταπτωτικό <i>καθ</i>- (αν οι γερμ. τ. προήλθαν από ΙΕ τ. με φωνηεντικό -<i>η</i>-) με [[ανάπτυξη]] του -<i>ν</i>- εκ τών υστέρων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαγχ</i>-<i>άνω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαχ</i>-, <i>χανδ</i>-<i>άνω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαδ</i>-). Δεν αποκλείεται και η προελληνική [[προέλευση]] της λ. [[οπότε]] συνδέεται πιθ. με τα [[κάνθων]], [[κανθός]]. Η [[άποψη]] αυτή, [[ωστόσο]], παρουσιάζει σημασιολογικής φύσεως προβλήματα]. | |mltxt=[[κανθύλη]], ἡ (Α)<br />[[εξόγκωμα]], [[οίδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. άνω γερμ. <i>gund</i> «[[έλκος]]» και το γοτθ. <i>gunds</i> «[[έλκος]]». Στην [[περίπτωση]] αυτή όμως το αρχικό θ. θα [[πρέπει]] να ήταν [[είτε]] αρχικό <i>κονθ</i>-, [[είτε]] μεταπτωτικό <i>καθ</i>- (αν οι γερμ. τ. προήλθαν από ΙΕ τ. με φωνηεντικό -<i>η</i>-) με [[ανάπτυξη]] του -<i>ν</i>- εκ τών υστέρων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαγχ</i>-<i>άνω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαχ</i>-, <i>χανδ</i>-<i>άνω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαδ</i>-). Δεν αποκλείεται και η προελληνική [[προέλευση]] της λ. [[οπότε]] συνδέεται πιθ. με τα [[κάνθων]], [[κανθός]]. Η [[άποψη]] αυτή, [[ωστόσο]], παρουσιάζει σημασιολογικής φύσεως προβλήματα]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κανθύλη:''' ἡ опухоль, нарыв Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A swelling, tumour, A.Fr.220.
German (Pape)
[Seite 1321] ἡ, Geschwulst, Geschwür, Aesch. frg. 197.
Greek (Liddell-Scott)
κανθύλη: ἡ, οἴδημα, πρήξιμον, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 216.
Greek Monolingual
κανθύλη, ἡ (Α)
εξόγκωμα, οίδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. άνω γερμ. gund «έλκος» και το γοτθ. gunds «έλκος». Στην περίπτωση αυτή όμως το αρχικό θ. θα πρέπει να ήταν είτε αρχικό κονθ-, είτε μεταπτωτικό καθ- (αν οι γερμ. τ. προήλθαν από ΙΕ τ. με φωνηεντικό -η-) με ανάπτυξη του -ν- εκ τών υστέρων (πρβλ. λαγχ-άνω < θ. λαχ-, χανδ-άνω < θ. χαδ-). Δεν αποκλείεται και η προελληνική προέλευση της λ. οπότε συνδέεται πιθ. με τα κάνθων, κανθός. Η άποψη αυτή, ωστόσο, παρουσιάζει σημασιολογικής φύσεως προβλήματα].
Russian (Dvoretsky)
κανθύλη: ἡ опухоль, нарыв Aesch.