καπηλίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καπηλίς]] και κάπηλις, ἡ (A, AM και καπήλισσα) [[κάπηλος]]<br />(θηλ. του [[κάπηλος]]) η [[γυναίκα]] που διηύθυνε [[καπηλειό]] ή εργαζόταν σε [[καπηλειό]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>αἱ Καπηλίδες</i><br />[[τίτλος]] έργου του Θεοπόμπου.
|mltxt=[[καπηλίς]] και κάπηλις, ἡ (A, AM και καπήλισσα) [[κάπηλος]]<br />(θηλ. του [[κάπηλος]]) η [[γυναίκα]] που διηύθυνε [[καπηλειό]] ή εργαζόταν σε [[καπηλειό]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>αἱ Καπηλίδες</i><br />[[τίτλος]] έργου του Θεοπόμπου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰπηλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, θηλ. του [[κάπηλος]], Λατ. [[copa]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰπηλίς Medium diacritics: καπηλίς Low diacritics: καπηλίς Capitals: ΚΑΠΗΛΙΣ
Transliteration A: kapēlís Transliteration B: kapēlis Transliteration C: kapilis Beta Code: kaphli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, fem. of κάπηλος, Ar.Th. 347, Pl.435, 1120, Com.Adesp.567, Aeschin.Socr.4, PFay.12.23 (ii B.C.): Καπηλίδες, αἱ, title of play by Theopomp. Com.:—accented κάπηλις, acc. to Hdn.Gr.1.91, cf. Oenom. ap. Eus.PE6.7:—late καπήλισσα, ἡ, Sch.Ar.Pl.426.

German (Pape)

[Seite 1322] ίδος, ἡ, fem. zu κάπηλος, copa; Ar. Th. 347 Plut. 435. 1420; γυνή Phani. bei Ath. II, 84 e. Nach Arcad. p. 31 κάπηλις zu accentuiren; vgl. Schol. Ar. Plut. 435 u. Lob. path. 46.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰπηλίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ κάπηλος, Λατ. copa, Ἀριστοφ. Θεσμ. 347, Πλ. 435, 1120· - ὡσαύτως φέρεται κάπηλις Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 259Α, πρβλ. Ἀρκάδ. 31.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
marchande en détail, particul. cabaretière.
Étymologie: κάπηλος.

Greek Monolingual

καπηλίς και κάπηλις, ἡ (A, AM και καπήλισσα) κάπηλος
(θηλ. του κάπηλος) η γυναίκα που διηύθυνε καπηλειό ή εργαζόταν σε καπηλειό
αρχ.
(στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Καπηλίδες
τίτλος έργου του Θεοπόμπου.

Greek Monotonic

κᾰπηλίς: -ίδος, ἡ, θηλ. του κάπηλος, Λατ. copa, σε Αριστοφ.