Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταβάπτω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταβάπτω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[καταβυθίζω]], [[εμβαπτίζω]], [[μουσκεύω]]<br /><b>2.</b> [[διαποτίζω]] [[κάτι]] με [[βαφή]], [[βάφω]], [[χρωματίζω]]<br /><b>3.</b> [[βάφω]] με κόκκινο [[χρώμα]], [[κοκκινίζω]]<br /><b>4.</b> [[παράγω]] [[κάτι]] με [[βαφή]] («καταβάπτειν χρυσόν», Δημοκρ.).
|mltxt=[[καταβάπτω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[καταβυθίζω]], [[εμβαπτίζω]], [[μουσκεύω]]<br /><b>2.</b> [[διαποτίζω]] [[κάτι]] με [[βαφή]], [[βάφω]], [[χρωματίζω]]<br /><b>3.</b> [[βάφω]] με κόκκινο [[χρώμα]], [[κοκκινίζω]]<br /><b>4.</b> [[παράγω]] [[κάτι]] με [[βαφή]] («καταβάπτειν χρυσόν», Δημοκρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταβάπτω:''' μέλ. <i>—ψω</i>, [[καταβυθίζω]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβάπτω Medium diacritics: καταβάπτω Low diacritics: καταβάπτω Capitals: ΚΑΤΑΒΑΠΤΩ
Transliteration A: katabáptō Transliteration B: katabaptō Transliteration C: katavapto Beta Code: kataba/ptw

English (LSJ)

   A dip, εἰς ζεστὸν ὕδωρ Sor.1.50; εἰς γλεῦκος Gp.8.23.1; soak, ὄξει βαφικῷ PHolm.1.3.    II dye, colour, πρόσωπον ἐρυθήματι Eun.Hist.p.267 D.; Χρυσόν produce it by dyeing, Ps.Democr Alch.p.45 B.:—in Pass., Luc.Im.16: Medic., οὖρον καταβεβαμμένον deep-coloured, Pall.Febr.15; ἀπὸ αἵματος -ομένου τοῦ οὔρου Gal.19.604.

German (Pape)

[Seite 1339] untertauchen, eintauchen, Sp., auch = färben, δευσοποιοῖς τισι φαρμάκοις ἐς κόρον καταβαφεῖσα Luc. Imagg. 16.

Greek (Liddell-Scott)

καταβάπτω: καταβυθίζω, τὸν δάκτυλον καταβάπτειν εἰς πίσσαν ὑγρὰν Διοσκ. π. Ἰοβολ. 27 ἐν τέλει· τὰς σταφυλὰς… καταβάπτομεν εἰς γλεῦκος καὶ θάλασσαν Γεωπ. 8. 23· ποτίζω τι διὰ βαφῆς, χρωματίζω καλῶς, ἐς κόρον καταβαφεῖσα Λουκ. Εἰκόν. 16. 1. ΙΙ. βάπτω ἐρυθρόν, «καταβάπτει· κατερυθραίνει ἐρυθρῷ βάμματι» Ἡσύχ.· οὖρον καταβεβαμμένον, βαθὺ ἔχον χρῶμα, Παλλάδ. περὶ Πυρετῶν σ. 52.

French (Bailly abrégé)

plonger, tremper.
Étymologie: κατά, βάπτω.

Greek Monolingual

καταβάπτω (AM)
1. καταβυθίζω, εμβαπτίζω, μουσκεύω
2. διαποτίζω κάτι με βαφή, βάφω, χρωματίζω
3. βάφω με κόκκινο χρώμα, κοκκινίζω
4. παράγω κάτι με βαφή («καταβάπτειν χρυσόν», Δημοκρ.).

Greek Monotonic

καταβάπτω: μέλ. —ψω, καταβυθίζω, σε Λουκ.