Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρποποιός: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρποποιός]], -όν (Α) αυτός που συντελεί στην [[παραγωγή]] καρπών («τῆς καρποποιοῡ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ειδο</i>-[[ποιός]], <i>ηθο</i>-[[ποιός]].
|mltxt=[[καρποποιός]], -όν (Α) αυτός που συντελεί στην [[παραγωγή]] καρπών («τῆς καρποποιοῡ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ειδο</i>-[[ποιός]], <i>ηθο</i>-[[ποιός]].
}}
{{elru
|elrutext='''καρποποιός:''' производящий плоды ([[Δημήτηρ]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 22:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποποιός Medium diacritics: καρποποιός Low diacritics: καρποποιός Capitals: ΚΑΡΠΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: karpopoiós Transliteration B: karpopoios Transliteration C: karpopoios Beta Code: karpopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A making fruit, of Demeter, E.Rh.964:— later καρπο-ποιητικός Phlp.in GA193.21.

German (Pape)

[Seite 1328] Frucht hervorbringend, Demeter, Eur. Rhes. 964.

Greek (Liddell-Scott)

καρποποιός: -όν, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, ἡ ποιοῦσα, παράγουσα καρπόν, Εὐρ. Ρῆσ. 964.

Greek Monolingual

καρποποιός, -όν (Α) αυτός που συντελεί στην παραγωγή καρπών («τῆς καρποποιοῡ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ειδο-ποιός, ηθο-ποιός.

Russian (Dvoretsky)

καρποποιός: производящий плоды (Δημήτηρ Eur.).