καρποποιός: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(19) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρποποιός]], -όν (Α) αυτός που συντελεί στην [[παραγωγή]] καρπών («τῆς καρποποιοῡ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ειδο</i>-[[ποιός]], <i>ηθο</i>-[[ποιός]]. | |mltxt=[[καρποποιός]], -όν (Α) αυτός που συντελεί στην [[παραγωγή]] καρπών («τῆς καρποποιοῡ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ειδο</i>-[[ποιός]], <i>ηθο</i>-[[ποιός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καρποποιός:''' производящий плоды ([[Δημήτηρ]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A making fruit, of Demeter, E.Rh.964:— later καρπο-ποιητικός Phlp.in GA193.21.
German (Pape)
[Seite 1328] Frucht hervorbringend, Demeter, Eur. Rhes. 964.
Greek (Liddell-Scott)
καρποποιός: -όν, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, ἡ ποιοῦσα, παράγουσα καρπόν, Εὐρ. Ρῆσ. 964.
Greek Monolingual
καρποποιός, -όν (Α) αυτός που συντελεί στην παραγωγή καρπών («τῆς καρποποιοῡ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ειδο-ποιός, ηθο-ποιός.
Russian (Dvoretsky)
καρποποιός: производящий плоды (Δημήτηρ Eur.).