κατακόρυφος: Difference between revisions
(19) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ος<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[διεύθυνση]] [[προς]] το [[κέντρο]] της γής, αυτός που έχει τη [[διεύθυνση]] του [[νήματος]] της στάθμης<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ος<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[διεύθυνση]] [[προς]] το [[κέντρο]] της γής, αυτός που έχει τη [[διεύθυνση]] του [[νήματος]] της στάθμης<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[κατακόρυφος]]<br />νοητή [[γραμμή]] που τέμνει την ουράνια [[σφαίρα]] [[κατά]] τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα [[σημεία]] της [[ζενίθ]] και [[ναδίρ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κατακόρυφο</i><br />α) το ύψιστο [[σημείο]] της ουράνιας σφαίρας [[πάνω]] από τον ορίζοντα [[κατά]] το οποίο αυτή τέμνεται από την κατακόρυφο ενός τόπου<br />β) το ύψιστο [[σημείο]], το [[αποκορύφωμα]] («έφτασε στο κατακόρυφο της δόξας του»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κατακόρυφοι κύκλοι» — οι κύκλοι [[κατά]] τους οποίους τέμνεται η ουράνια [[σφαίρα]] από επίπεδα που διέρχονται από την κατακόρυφο [[κάθε]] τόπου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατακορύφως</i> και <i>κατακόρυφα</i><br />με κατακόρυφη [[διεύθυνση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> κατ(α)- <span style="color: red;">+</span> -[[κόρυφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελαγ</i>-[[κόρυφος]], <i>συγ</i>-[[κόρυφος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Γ. Κ. Βούρη]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και -ος
1. αυτός που έχει διεύθυνση προς το κέντρο της γής, αυτός που έχει τη διεύθυνση του νήματος της στάθμης
2. το θηλ. ως ουσ. η κατακόρυφος
νοητή γραμμή που τέμνει την ουράνια σφαίρα κατά τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα σημεία της ζενίθ και ναδίρ
3. το ουδ. ως ουσ. το κατακόρυφο
α) το ύψιστο σημείο της ουράνιας σφαίρας πάνω από τον ορίζοντα κατά το οποίο αυτή τέμνεται από την κατακόρυφο ενός τόπου
β) το ύψιστο σημείο, το αποκορύφωμα («έφτασε στο κατακόρυφο της δόξας του»)
4. φρ. «κατακόρυφοι κύκλοι» — οι κύκλοι κατά τους οποίους τέμνεται η ουράνια σφαίρα από επίπεδα που διέρχονται από την κατακόρυφο κάθε τόπου.
επίρρ...
κατακορύφως και κατακόρυφα
με κατακόρυφη διεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. μελαγ-κόρυφος, συγ-κόρυφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Γ. Κ. Βούρη].