καταδέομαι: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταδέομαι]] (Α)<br />[[παρακαλώ]] θερμά («ὑπερείδομεν τὴν θλῑψιν τῆς ψυχῆς αὐτοῡ, ὅτε κατεδέετο ἡμῶν», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δέομαι]] «[[παρακαλώ]]»].
|mltxt=[[καταδέομαι]] (Α)<br />[[παρακαλώ]] θερμά («ὑπερείδομεν τὴν θλῑψιν τῆς ψυχῆς αὐτοῡ, ὅτε κατεδέετο ἡμῶν», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δέομαι]] «[[παρακαλώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταδέομαι:''' αποθ., [[θερμοπαρακαλώ]], Λατ. deprecari, με γεν. προσ., σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδέομαι Medium diacritics: καταδέομαι Low diacritics: καταδέομαι Capitals: ΚΑΤΑΔΕΟΜΑΙ
Transliteration A: katadéomai Transliteration B: katadeomai Transliteration C: katadeomai Beta Code: katade/omai

English (LSJ)

   A entreat earnestly, c. gen. pers., Pl.Ap.33e, LXXGe. 42.21, al.

German (Pape)

[Seite 1345] (s. δέομαι), sehr bitten; οὐκ ἂν αὐτοῦ καταδεηθείη Plat. Apol. 33 e; öfter in LXX.

Greek (Liddell-Scott)

καταδέομαι: μετὰ γεν. προσ., δέομαι θερμῶς, Λατ. deprecari, Πλάτ. Ἀπολ. 33Ε· πρβλ. καταδέω (Β).

French (Bailly abrégé)

1-οῦμαι;
Moy. de καταδέω¹.
2ao. κατεδεήθην;
supplier.
Étymologie: κατά, δέομαι de δέω².

Greek Monolingual

καταδέομαι (Α)
παρακαλώ θερμά («ὑπερείδομεν τὴν θλῑψιν τῆς ψυχῆς αὐτοῡ, ὅτε κατεδέετο ἡμῶν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δέομαι «παρακαλώ»].

Greek Monotonic

καταδέομαι: αποθ., θερμοπαρακαλώ, Λατ. deprecari, με γεν. προσ., σε Πλάτ.