κατανόημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατανόημα]], τὸ (Α) [[κατανοώ]]<br />[[επινόημα]], [[εφεύρεση]] («τοῡτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[κατανόημα]], τὸ (Α) [[κατανοώ]]<br />[[επινόημα]], [[εφεύρεση]] («τοῡτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κατανόημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> понимание, знание (τῶν [[θεῶν]], τοῦ κόσμου Plat.);<br /><b class="num">2)</b> мысль, выдумка, изобретение (κ. χρηματιστικον Arst.).
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανόημα Medium diacritics: κατανόημα Low diacritics: κατανόημα Capitals: ΚΑΤΑΝΟΗΜΑ
Transliteration A: katanóēma Transliteration B: katanoēma Transliteration C: katanoima Beta Code: katano/hma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A purpose, contrivance, τὸ τῶν θεῶν τοῦ κόσμου κ. Pl.Epin.987d; κ. Χρηματιστικόν Arist.Pol.1259a7.

German (Pape)

[Seite 1366] τό, das Bemerkte, die Beobachtung, Wahrnehmung, τοῦ κόσμου Plat. Epin. 987 d; bei Arist. pol. 1, 11 das Ausgesonnene, Erfindung.

Greek (Liddell-Scott)

κατανόημα: τό, κατανοηθέν, ἐπινόημα, ἐφεύρεσις, Πλάτ. Ἐπιν. 987D, Ἀριστ. Πολ. 1. 11, 8.

Greek Monolingual

κατανόημα, τὸ (Α) κατανοώ
επινόημα, εφεύρεση («τοῡτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

κατανόημα: ατος τό1) понимание, знание (τῶν θεῶν, τοῦ κόσμου Plat.);
2) мысль, выдумка, изобретение (κ. χρηματιστικον Arst.).