καταρρέπω: Difference between revisions
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταρρέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλίνω]] [[προς]] το ένα [[μέρος]], [[γέρνω]] από τη μια [[μεριά]] («μηδαμοῡ νεύῃ μηδ' ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ' ἰσορροποῡν καὶ ζυγοστατούμενον διαμένῃ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω μια ορισμένη [[κλίση]], ψυχική [[διάθεση]] για [[κάτι]] («καταρρέπειν ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον», Επίκ.)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να πέσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥέπω]] «[[κλίνω]] [[προς]] μία [[κατεύθυνση]]»]. | |mltxt=[[καταρρέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλίνω]] [[προς]] το ένα [[μέρος]], [[γέρνω]] από τη μια [[μεριά]] («μηδαμοῡ νεύῃ μηδ' ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ' ἰσορροποῡν καὶ ζυγοστατούμενον διαμένῃ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω μια ορισμένη [[κλίση]], ψυχική [[διάθεση]] για [[κάτι]] («καταρρέπειν ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον», Επίκ.)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να πέσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥέπω]] «[[κλίνω]] [[προς]] μία [[κατεύθυνση]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταρρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, κάνω [[κάτι]] να ρέπει προς τη μια [[μεριά]], προς μια [[κατεύθυνση]], κάνω να λυγίσει, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
A sink down or to one side, hang down, Hp.Art.43; opp. ἰσορροπέω, Plb.6.10.7: metaph., incline, fall back upon, ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον Epicur.Ep.2p.41U.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν γνώμην OGI315.51 (Pessinus, ii B. C.). II trans., cause to incline, make to fall, τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ' ἀεί S.Ant.1158.
Greek (Liddell-Scott)
καταρρέπω: μέλλ. -ψω, κλίνω πρὸς τὸ ἓν μέρος, κυρίως ἐπὶ τῆς ζυγαριᾶς, κλίνω πρὸς τὰ κάτω, τὰ ἀκρώμια τὰ καταρρέποντα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ἀντίθ. τῷ ἰσορροπέω καὶ ζυγοστατοῦμαι, ἵνα μὴ νεύῃ μηδὲ ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ’ ἰσορροποῦν καὶ ζυγοστατούμενον ἐπὶ πολὺ διαμένῃ Πολύδ. 6. 10, 7· ἐπί τι Ἐπίκ. π. Διογ. Λ. 10. 95. ΙΙ. μεταβ. κλίνω τινὰ πρὸς τὰ κάτω, τὸν κάμω νὰ πέσῃ, καταβάλλω, ἀντίθ. τῷ ὀρθῶ τινα· τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ’ ἀεὶ Σοφ. Ἀντ. 1158· πρβλ. ἐπιρρέπω· Ζεὺς τὸ τάλαντον ἐπιρρέπει Θέογν. 157.
French (Bailly abrégé)
1 intr. incliner d’un côté;
2 tr. faire pencher, faire chanceler.
Étymologie: κατά, ῥέπω.
Greek Monolingual
καταρρέπω (Α)
1. κλίνω προς το ένα μέρος, γέρνω από τη μια μεριά («μηδαμοῡ νεύῃ μηδ' ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ' ἰσορροποῡν καὶ ζυγοστατούμενον διαμένῃ», Πολ.)
2. έχω μια ορισμένη κλίση, ψυχική διάθεση για κάτι («καταρρέπειν ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον», Επίκ.)
3. κάνω κάποιον ή κάτι να πέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥέπω «κλίνω προς μία κατεύθυνση»].
Greek Monotonic
καταρρέπω: μέλ. -ψω, κάνω κάτι να ρέπει προς τη μια μεριά, προς μια κατεύθυνση, κάνω να λυγίσει, σε Σοφ.