κατάστερος: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(19)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάστερος]], -ον)<br />[[γεμάτος]] αστέρια, [[έναστρος]], [[διάστερος]], [[πολύαστρος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>εκκλ.</b> (για [[άμφια]] ή σκεύη) αυτός που έχει [[πάνω]] του αστέρια, που [[είναι]] διακοσμημένος με αστέρια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (ειδ. για την [[ουρά]] του παγωνιού) [[πολυποίκιλτος]], καταστολισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άστερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀστήρ]], -[[έρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>άστερος</i>, <i>δι</i>-<i>άστερος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάστερος]], -ον)<br />[[γεμάτος]] αστέρια, [[έναστρος]], [[διάστερος]], [[πολύαστρος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>εκκλ.</b> (για [[άμφια]] ή σκεύη) αυτός που έχει [[πάνω]] του αστέρια, που [[είναι]] διακοσμημένος με αστέρια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (ειδ. για την [[ουρά]] του παγωνιού) [[πολυποίκιλτος]], καταστολισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άστερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀστήρ]], -[[έρος]]), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>άστερος</i>, <i>δι</i>-<i>άστερος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:12, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1381] mit Sternen versehen, gestirnt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάστερος: -ον, κεκοσμημένος δι’ ἀστέρων, ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τοῦ ταῶ, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάστερος, -ον)
γεμάτος αστέρια, έναστρος, διάστερος, πολύαστρος
μσν.-αρχ.
1. εκκλ. (για άμφια ή σκεύη) αυτός που έχει πάνω του αστέρια, που είναι διακοσμημένος με αστέρια
2. μτφ. (ειδ. για την ουρά του παγωνιού) πολυποίκιλτος, καταστολισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άστερος (< ἀστήρ, -έρος), πρβλ. αν-άστερος, δι-άστερος].