καταστομίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταστομίζω]] (Α)<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να σωπάσει, του [[κλείνω]] το [[στόμα]], [[αποστομώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομίζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εν</i>-<i>στομίζω</i>, <i>επι</i>-<i>στομίζω</i>].
|mltxt=[[καταστομίζω]] (Α)<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να σωπάσει, του [[κλείνω]] το [[στόμα]], [[αποστομώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομίζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εν</i>-<i>στομίζω</i>, <i>επι</i>-<i>στομίζω</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''καταστομίζω:''' заставлять умолкнуть (τοὺς βοῶντας Plut.).
}}
}}

Revision as of 07:53, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστομίζω Medium diacritics: καταστομίζω Low diacritics: καταστομίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΜΙΖΩ
Transliteration A: katastomízō Transliteration B: katastomizō Transliteration C: katastomizo Beta Code: katastomi/zw

English (LSJ)

   A v.l. for ἐπι-, put to silence, Plu.Arist.4.

Greek (Liddell-Scott)

καταστομίζω: ἐπιστομίζω, κλείω τινὸς τὸ στόμα καὶ δὲν τὸν ἀφίνω νὰ ὁμιλήσῃ, τοὺς βοῶντας κατεστόμισεν Πλουτ. Ἄρατ. 4.

French (Bailly abrégé)

fermer la bouche à, faire taire, acc..
Étymologie: κατά, στόμα.

Greek Monolingual

καταστομίζω (Α)
αναγκάζω κάποιον να σωπάσει, του κλείνω το στόμα, αποστομώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στομίζω (< στόμα), πρβλ. εν-στομίζω, επι-στομίζω].

Russian (Dvoretsky)

καταστομίζω: заставлять умолкнуть (τοὺς βοῶντας Plut.).