κατολοφύρομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατολοφύρομαι]] (Α)<br />[[κλαίω]] γοερώς, [[θρηνώ]], [[οδύρομαι]] («[[πολλάκις]] ἀνοιμώξαντες καὶ κατολοφυράμενοι τήν τε τῆς πατρίδος καὶ τὴν ἑαυτῶν τύχην», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀλοφύρομαι]] «[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]], βογκώ»].
|mltxt=[[κατολοφύρομαι]] (Α)<br />[[κλαίω]] γοερώς, [[θρηνώ]], [[οδύρομαι]] («[[πολλάκις]] ἀνοιμώξαντες καὶ κατολοφυράμενοι τήν τε τῆς πατρίδος καὶ τὴν ἑαυτῶν τύχην», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀλοφύρομαι]] «[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]], βογκώ»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατολοφύρομαι:''' αποθ., [[θρηνώ]], με αιτ., σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατολοφύρομαι Medium diacritics: κατολοφύρομαι Low diacritics: κατολοφύρομαι Capitals: ΚΑΤΟΛΟΦΥΡΟΜΑΙ
Transliteration A: katolophýromai Transliteration B: katolophyromai Transliteration C: katolofyromai Beta Code: katolofu/romai

English (LSJ)

[ῡ], aor. 1 -ωλοφῡράμην Diog.Oen.1:—

   A bewail, c.acc., E.IT644 (lyr.), X.Cyr.7.3.16; τινῶν τὸν βίον Diog.Oen.l.c.; κ. πολλὰ ἑαυτόν D.H.5.12: abs., E.Or.339 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1403] med., bejammern; τινά, Eur. I. T. 642; Xen. Cyr. 7, 3, 16 u. öfter bei Sp., wie Pol. 4, 54, 4; πολλὰ ἑαυτόν D. Hal. 5, 12.

Greek (Liddell-Scott)

κατολοφύρομαι: ἀποθ., θρηνῶ, ὀδύρομαι διά τινα, μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ὀρ. 339, Ι. Τ. 642, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 13· πολλὰ κατολοφυρόμενος ἑαυτὸν Διον. Ἁλ. 5. 12.

French (Bailly abrégé)

se lamenter sur, acc..
Étymologie: κατά, ὀλοφύρομαι.

Greek Monolingual

κατολοφύρομαι (Α)
κλαίω γοερώς, θρηνώ, οδύρομαιπολλάκις ἀνοιμώξαντες καὶ κατολοφυράμενοι τήν τε τῆς πατρίδος καὶ τὴν ἑαυτῶν τύχην», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀλοφύρομαι «θρηνώ, οδύρομαι, βογκώ»].

Greek Monotonic

κατολοφύρομαι: αποθ., θρηνώ, με αιτ., σε Ευρ., Ξεν.