κατεισάγω: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατεισάγω]] (Α)<br />[[φέρω]] εις φως, [[δείχνω]], [[φανερώνω]] [[κάτι]] επί [[ζημία]] μου.
|mltxt=[[κατεισάγω]] (Α)<br />[[φέρω]] εις φως, [[δείχνω]], [[φανερώνω]] [[κάτι]] επί [[ζημία]] μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατεισάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[προδίδω]] κάποιον προκαλώντας το χαμό του, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεισάγω Medium diacritics: κατεισάγω Low diacritics: κατεισάγω Capitals: ΚΑΤΕΙΣΑΓΩ
Transliteration A: kateiságō Transliteration B: kateisagō Transliteration C: kateisago Beta Code: kateisa/gw

English (LSJ)

[ᾰγ],

   A display to one's own loss, μωρίαν AP10.91 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 1394] (s. ἄγω), zu seinem Schaden an den Tag legen, verrathen, μωρίαν Pallad. 71 (X, 91).

Greek (Liddell-Scott)

κατεισάγω: φέρω εἰς φῶς, φανερώνω πρὸς ζημίαν μου, ὅταν στυγῇ τις ἄνδρα, τὸν θεὸς φιλεῖ, μεγίστην μωρίαν κ. Ἀνθ. Π. 10. 91.

French (Bailly abrégé)

produire au jour, rendre visible.
Étymologie: κατά, εἰσάγω.

Greek Monolingual

κατεισάγω (Α)
φέρω εις φως, δείχνω, φανερώνω κάτι επί ζημία μου.

Greek Monotonic

κατεισάγω: μέλ. -ξω, προδίδω κάποιον προκαλώντας το χαμό του, σε Ανθ.