κεκρατημένως: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(20)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεκρατημένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με εξουσιαστικό τρόπο, δυναμικά, έντονα, σθεναρά<br /><b>2.</b> θετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεκρατημένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του <i>κρατῶ</i> «[[εξουσιάζω]]»].
|mltxt=[[κεκρατημένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με εξουσιαστικό τρόπο, δυναμικά, έντονα, σθεναρά<br /><b>2.</b> θετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεκρατημένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του <i>κρατῶ</i> «[[εξουσιάζω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''κεκρᾰτημένως:''' ярко, выразительно (ὑπογράφειν τι Sext.).
}}
}}

Revision as of 22:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκρᾰτημένως Medium diacritics: κεκρατημένως Low diacritics: κεκρατημένως Capitals: ΚΕΚΡΑΤΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: kekratēménōs Transliteration B: kekratēmenōs Transliteration C: kekratimenos Beta Code: kekrathme/nws

English (LSJ)

Adv., (κρατέω)

   A in a masterly manner, ἀποδεδωκέναι Hipparch.1.8.11, cf. Phld.Po.5.26, 29.    2 vigorously, v.l. in D.H. Comp.25.    3 positively, S.E.M.11.42.

German (Pape)

[Seite 1413] von κρατέω, fest, gest. Emp. adv. eth. 42.

Greek (Liddell-Scott)

κεκρᾰτημένως: Ἐπίρρ., (κρατέω) σταθερῶς, ὡρισμένως, «θετικῶς», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 42.

Greek Monolingual

κεκρατημένως (Α)
επίρρ.
1. με εξουσιαστικό τρόπο, δυναμικά, έντονα, σθεναρά
2. θετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκρατημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κρατῶ «εξουσιάζω»].

Russian (Dvoretsky)

κεκρᾰτημένως: ярко, выразительно (ὑπογράφειν τι Sext.).