κηροπλάστης: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(20) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κηροπλάστης]])<br />αυτός που κατασκευάζει προπλάσματα ή έργα τέχνης από [[κερί]] («λιθοξόοις καὶ κηροπλάσταις ἀνθρωπόμορφα τῶν θεῶν εἴδη ποιοῡσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάζει λαμπάδες και κεριά<br /><b>2.</b> <b>(εντομ.)</b> [[γένος]] εντόμων της οικογένειας coccidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μυθο</i>-[[πλάστης]], <i>τριχο</i>-[[πλάστης]]. | |mltxt=ο (Α [[κηροπλάστης]])<br />αυτός που κατασκευάζει προπλάσματα ή έργα τέχνης από [[κερί]] («λιθοξόοις καὶ κηροπλάσταις ἀνθρωπόμορφα τῶν θεῶν εἴδη ποιοῡσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάζει λαμπάδες και κεριά<br /><b>2.</b> <b>(εντομ.)</b> [[γένος]] εντόμων της οικογένειας coccidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μυθο</i>-[[πλάστης]], <i>τριχο</i>-[[πλάστης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κηροπλάστης:''' ου ὁ лепящий из воска, ваятель Plat., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:02, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A modeller in wax: modeller, Pl.Ti.74c, Ptol.Tetr.180.
German (Pape)
[Seite 1433] ὁ, der Wachsbildner, Wachsbossirer; Plat. Tim. 47 c; Plut. de superst. 6.
Greek (Liddell-Scott)
κηροπλάστης: -ου, ὁ, ὁ πλάσσων ἐκ κηροῦ ὁμοιώματα θεῶν ἢ ἀνθρώπων κλ., Πλάτ. Τίμ. 74C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
modeleur en cire ; qui forme en gén.
Étymologie: κηρός, πλάσσω.
Greek Monolingual
ο (Α κηροπλάστης)
αυτός που κατασκευάζει προπλάσματα ή έργα τέχνης από κερί («λιθοξόοις καὶ κηροπλάσταις ἀνθρωπόμορφα τῶν θεῶν εἴδη ποιοῡσι», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που κατασκευάζει λαμπάδες και κεριά
2. (εντομ.) γένος εντόμων της οικογένειας coccidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. μυθο-πλάστης, τριχο-πλάστης.
Russian (Dvoretsky)
κηροπλάστης: ου ὁ лепящий из воска, ваятель Plat., Plut.