κήρωσις: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(20) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κήρωσις]], η (Α) [[κηρώ]]<br /><b>1.</b> το υλικό, η [[ουσία]] του κεριού τών [[μελισσών]] («κήρωσιν δὲ φέρουσιν ἀπὸ τοῡ δακρύου τῶν δένδρων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[επικάλυψη]] με [[κερί]]. | |mltxt=[[κήρωσις]], η (Α) [[κηρώ]]<br /><b>1.</b> το υλικό, η [[ουσία]] του κεριού τών [[μελισσών]] («κήρωσιν δὲ φέρουσιν ἀπὸ τοῡ δακρύου τῶν δένδρων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[επικάλυψη]] με [[κερί]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κήρωσις:''' εως ἡ пчелиный клей Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A material of bees-wax, Arist.HA553b28.
German (Pape)
[Seite 1435] ἡ, der Ueberzug von Wachs, Arist. H. A. 5, 22, vgl. κόνισις.
Greek (Liddell-Scott)
κήρωσις: -εως, ἡ, τὸ ὑλικόν, ἡ οὐσία τοῦ κηροῦ τῶν μελισσῶν ἣν συνάγουσιν ἐκ τῶν δακρύων τῶν δένδρων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 5.
Greek Monolingual
κήρωσις, η (Α) κηρώ
1. το υλικό, η ουσία του κεριού τών μελισσών («κήρωσιν δὲ φέρουσιν ἀπὸ τοῡ δακρύου τῶν δένδρων», Αριστοτ.)
2. η επικάλυψη με κερί.
Russian (Dvoretsky)
κήρωσις: εως ἡ пчелиный клей Arst.